Με το έργο του «Η Καταγωγή των Ειδών» , ο Βρετανός φυσιοδίφης, γεωλόγος και συγγραφέας παρουσίασε πρώτη φορά τη θεωρία του σχετικά με την εξέλιξη των ειδών. Εισήγαγε την άποψη ότι οι πληθυσμοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής, βασιζόμενος σε σειρά από στοιχεία που προέρχονταν από παρατηρήσεις, πειράματα και επιστημονικές συζητήσεις.
Η θεωρία της εξέλιξης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της βιολογίας σήμερα. ΟΔαρβίνος είχε αναπτύξει τη θεωρία του μετά από πολυετείς μελέτες, ιδιαίτερα στο πενταετές ταξίδι του με το πλοίο Beagle (Ιχνηλάτης) που εξερευνούσε τις ακτές της Νοτίου Αμερικής. Εκεί μελέτησε την ποικιλομορφία των ειδών μέσα από απολιθώματα, ζώντες οργανισμούς και γεωλογικά χαρακτηριστικά. Η θεωρία του είχε σχηματιστεί χρόνια πριν την έκδοσή της, ωστόσο η επίγνωση ότι οι ιδέες του θα θεωρούνταν «αιρετικές» τον ώθησαν να κρατήσει τη μελέτη του μυστική.
Πολλοί επιστήμονες είχαν υποστεί τιμωρίες και είχαν καταστρέψει την καριέρα τους για παρόμοιες ιδέες, επομένως ο ίδιος ήθελε να συγκεντρώσει όσο ισχυρότερες αποδείξεις μπορούσε.
Ο λόγος που ο Δαρβίνος αποφάσισε να δημοσιεύσει την «Καταγωγή των Ειδών» νωρίτερα απ’ότι υπολόγιζε, ήταν ένας άλλος επιστήμονας, ο Άλφρεντ Γουάλας.
Ο Γουάλας αλληλογραφούσε με το Δαρβίνο και κάποια στιγμή του έστειλε ένα χειρόγραφο 20 σελίδων με τη θεωρία του για την προέλευση των ειδών, ζητώντας του να το προωθήσει σε επιστημονικό περιοδικό. Ο Δαρβίνος εξεπλάγη που κάποιος είχε τις ίδιες απόψεις με αυτόν, έστω και πολύ πιο συμπυκνωμένες, σαν περίληψη ολόκληρης της μελέτης του. Αυτό τον έκανε να ανησυχήσει και να επισπεύσει την ολοκλήρωση του έργου του, εκδίδοντάς το στις 24 Νοεμβρίου του 1859. Την εποχή εκείνη, διάφορες θεωρίες αναπτύσσονταν γύρω από την «εξέλιξη».
Η λέξη είχε καταλήξει να θεωρείται αιρετική, καθώς υπονοούσε δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, επομένως ο Δαρβίνος απέφυγε κάθε αναφορά στη λέξη στο έργο του. Το ύφος της γραφής ήταν απλό, ώστε να γίνεται κατανοητό από τον απλό αναγνώστη, γι’ αυτό και προσέλκυσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, παρά τις αρχικές αντιδράσεις από κύκλους της Εκκλησίας. Πριν τη θεωρία του Δαρβίνου, τα ερωτήματα περί καταγωγής των ειδών έβρισκαν εξηγήσεις στα πλαίσια της θεολογίας που είχε διαμορφωθεί από φιλοσόφους και θεολόγους το 17ο αιώνα. Επομένως η Εκκλησία αποδοκίμασε το έργο του, πυροδοτώντας μια δημόσια διαμάχη.
Αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία από τους επικριτές του, οι οποίοι δημοσίευαν καρικατούρες του με σώμα πιθήκου και ρωτούσαν αν ήταν απόγονος των πιθήκων από τη μεριά του παππού ή της γιαγιάς του, ή εάν τα καρότα μπορούν να εξελιχθούν σε ανθρώπους. Η επιστημονική κοινότητα, είτε από άγνοια είτε από συνειδητή υποτίμηση, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη θεωρία τότε.
Ο πρόεδρος της Linnaean Society, μιας από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές επιστημονικές εταιρείες της εποχής, είχε αναφέρει ότι η χρονιά εκείνη δε σημαδεύτηκε από κάποια εντυπωσιακή ανακάλυψη «που να επιφέρει επανάσταση στο πεδίο της επιστήμης». Ο Δαρβίνος απέδωσε την αδιαφορία αυτή στην πρόχειρη μορφή του έργου. Ωστόσο, παρά τις επικρίσεις της Εκκλησίας και την αδιαφορία της επιστημονικής κοινότητας, το βιβλίο προκάλεσε το ενδιαφέρον του κοινού και συζητήθηκε έντονα.
Η θεωρία του για την καταγωγή των ειδών , ανέδειξε το Δαρβίνο σε κορυφαία επιστημονική φιγούρα και εντός 20 ετών από τη δημοσίευσή της είχε γίνει αποδεκτή στον επιστημονικό κόσμο. Στη συνέχεια προέκυψαν πολλές παραλλαγές και εξελίξεις της αρχικής θεωρίας, ενώ το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ανατυπώθηκε πολλές φορές. Έγινε ένα εμπορικό επιστημονικό κείμενο, που ανταποκρινόταν τόσο στην περιέργεια της νέας «μέσης τάξης» όσο και στην «εργατική τάξη».
Θεωρήθηκε το πιο αμφιλεγόμενο και πολυσυζητημένο επιστημονικό βιβλίο που είχε γραφτεί ποτέ.
ΠΗΓΗ
COMMENTS