Η αρχαιολόγος κ. Βάλια Αγγελάκη μας ξεναγεί στη «Βυζαντινή» Θεσσαλονίκη, προτρέποντας μας για ένα ταξίδι στην σπουδαία και μοναδική ιστορία της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη έχει το προνόμιο μιας συνεχούς ιστορικής και πολιτιστικής διαδρομής, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους της. Ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο και πήρε το όνομα της γυναίκας του, αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από τον 4ο αιώνα έως και το 1430, οπότε κατελήφθη από τους Τούρκους, η Θεσσαλονίκη ήταν «συμβασιλεύουσα» και δεύτερη σε σημασία πόλη του Βυζαντίου, που στήριξε την πολιτική της Πόλης στο ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας, στα Βαλκάνια και αποτέλεσε κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής.
Τα μνημεία που σώζονται έως σήμερα στην πόλη, αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τον πολιτισμό και την τέχνη του Βυζαντίου. Το 1988 η Unesco συμπεριέλαβε τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης στο χάρτη των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ως εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής και μνημειακής τέχνης.
Ο επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη μπορεί να δει και να θαυμάσει τους ναούς, τα τείχη, τα παλαιοχριστιανικά κοιμητήρια και πολλούς ακόμα κρυμμένους θησαυρούς.
Είναι δύσκολο για τον επισκέπτη να αποφασίσει τι πρέπει να δει, κυρίως όταν δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Ας δούμε κάποια από τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αλλά και κάποια άλλα που κρύβουν μικρές και γοητευτικές εκπλήξεις…
Άγιος Δημήτριος
Σήμα κατατεθέν της πόλης, εκτός φυσικά από το Λευκό Πύργο, αποτελεί ο ναός του Αγίου Δημητρίου. Προστάτης της πόλης ο Άγιος Δημήτριος, μαρτύρησε εκεί που βρίσκεται ο ναός. Στη θέση αυτή βρισκόταν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια ένα μεγάλο συγκρότημα δημόσιων λουτρών, μέσα στις οποίες σύμφωνα με την παράδοση μαρτύρησε ο άγιος.
Ο πρώτος ναός προς τιμήν του χτίστηκε τον 5ο αιώνα. Ο ναός αυτός κάηκε το 620 κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου σεισμού και ανακαινίστηκε αμέσως στην ίδια περίπου μορφή. Το 1493 οι Τούρκοι μετέτρεψαν το ναό σε τζαμί, επιτρέποντας ωστόσο στους χριστιανούς να λατρεύουν τον άγιό τους στα ΒΔ του ναού. Μετά την απελευθέρωση της πόλης ο ναός αποδόθηκε και πάλι στη χριστιανική λατρεία.
Δυστυχώς όμως η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, δεν άφησε ανέπαφη τη μεγαλοπρεπή βασιλική. Κάηκε το μεγαλύτερο μέρος της και η αναστύλωση της στη σημερινή μορφή που τη γνωρίζουμε, ολοκληρώθηκε το 1947. Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου είναι πεντάκλιτη με ένα εγκάρσιο κλίτος στα ανατολικά. Η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ψηφιδωτού της διακόσμου.
Σήμερα διατηρούνται μόνο εννέα παραστάσεις που χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 9ο αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτά τα ψηφιδωτά μαζί με τον Άγιο παριστάνονται πολίτες ή αξιωματικοί της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση του ναού. Στο εσωτερικό του ναού μπορεί κανείς να δει το επιτύμβιο μνημείο του Λουκά Σπαντούνη, πλούσιου εμπόρου της πόλης, ο οποίος τάφηκε εκεί γύρω στα 1481.
Το μνημείο είναι από μάρμαρο και αντιπροσωπεύει την αναγεννησιακή τέχνη της Ιταλίας την εποχή αυτή. Κάτω από τη βασιλική του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται ο ιερότερος χώρος του ναού. Διατηρείται τμήμα από το ρωμαϊκό λουτρό στο οποίο μαρτύρησε ο Άγιος.
Η Κρύπτη, όπως ονομάζεται ο χώρος αυτός, αποτέλεσε τον κύριο χώρο λατρείας του Αγίου και σχετίστηκε με τη μυροβλησία του. Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου η λατρεία του Αγίου ξεπέρασε τα όρια της πόλης. Κάθε Οκτώβριο γινόταν τα Δημήτρια, μεγάλη εορτή στην οποία συνέρρεαν προσκυνητές από όλη την Ευρώπη για να τιμήσουν τον Άγιο.
Ροτόντα – Αψίδα Γαλέριου
Γύρω στο 300 μ.Χ. ο καίσαρας Γαλέριος ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη ένα σημαντικό οικιστικό πρόγραμμα. Το συγκρότημα που καταλάμβανε μια έκταση περίπου 150. 000 τ.μ., περιλάμβανε τη Ροτόντα, την Αψίδα, τον Ιππόδρομο και τα ανάκτορα. Από τα οικοδομήματα αυτά σήμερα σώζεται η Ροτόντα –με τις όποιες επεμβάσεις επέφεραν οι κατά καιρούς χρήσεις της– καθώς και ένα τμήμα της Αψίδας. Το ανάκτορο έχει μερικώς ανασκαφεί στην σημερινή πλατεία Ναυαρίνου.
Ο λόγος για τον οποίο κτίστηκε το κτίριο της Ροτόντας δεν είναι βέβαιος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι κτίστηκε για να αποτελέσει το μαυσωλείο του Γαλέριου, χρήση την οποία δεν πήρε ποτέ καθώς ο καίσαρας τάφηκε μακριά από την πόλη. Πιθανότερα χτίστηκε ως ναός αφιερωμένος στους Καβείρους ή στο Δία.
Το κυκλικό σχήμα του κτιρίου -μοναδικό στον ελληνικό χώρο- συνδέεται με το Πάνθεον της Ρώμης. Είναι κτισμένο από πλίνθους και έχει ύψος περίπου 30 μ.
Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια το κτίριο μετετράπη σε χριστιανικό ναό και αφιερώθηκε στη λατρεία των Αρχαγγέλων. Την ίδια περίοδο διακοσμήθηκε με τα λαμπρά ψηφιδωτά του, τα οποία είναι από τα αρχαιότερα ψηφιδωτά τοίχου της Ανατολής. Δυστυχώς μεγάλο μέρος τους έχει σήμερα χαθεί, όπως και τα μάρμαρα με τα οποία ήταν επενδεδυμένοι οι τοίχοι.
Από το 1523 και μέχρι το 1590 η Ροτόντα χρησιμοποιήθηκε ως μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης. Τότε μετετράπη σε τζαμί και προστέθηκε στα δυτικά ο μιναρές και το προστώο.
Η ονομασία Άγιος Γεώργιος προήλθε από το παρακείμενο ομώνυμο εκκλησάκι, στο οποίο μεταφέρθηκαν τα ιερά σκεύη της Ροτόντας, κατά τη χρήση της ως τζαμί. Ο ναός έχει υποστεί σοβαρές βλάβες με τις διαδοχικές επεμβάσεις κατά το πέρασμα των χρόνων, αλλά και κατά το σεισμό του 1978. Νότια της Ροτόντας βρίσκεται η περίφημη Αψίδα του Γαλέριου, η Καμάρα όπως συνηθίζεται να την αποκαλούν οι σύγχρονοι κάτοικοι της πόλης.
Την αρχική της μορφή αποτελούσαν τέσσερις ογκώδεις κεντρικοί πεσσοί και άλλοι τέσσερις στα πλάγια, τοποθετημένοι σε τετράγωνο, το οποίο καλυπτόταν με θόλο.
Από την κατασκευή αυτή σώζονται οι τρεις δυτικοί πεσσοί. Πάνω στην κατασκευή ήταν τοποθετημένες μαρμάρινες πλάκες σε ζώνες, οι οποίες έφεραν ανάγλυφη διακόσμηση, που εξιστορούσε τη νικηφόρα εκστρατεία του Γαλέριου στην Ανατολή το 297 μ.Χ.
Άλλα μνημεία
Για τη μορφή της βυζαντινής Θεσσαλονίκης δεν γνωρίζουμε πολλά. Ωστόσο τα όρια της πόλης τα ορίζουν τα τείχη της, τα οποία σώζονται σε ένα μεγάλο τμήμα τους στα ανατολικά, τα δυτικά και τα βόρεια.
Εκεί καταλήγουν στην Ακρόπολη, το Επταπύργιο. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά έργα της Αυτοκρατορίας, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν η δεύτερη σε σημασία πόλη της. Επίσης οι βασικοί παράλληλοι δρόμοι προς τη θάλασσα, δηλαδή η Εγνατία και η Αγίου Δημητρίου, αλλά και οι κάθετοι σε αυτούς, έχουν περίπου την ίδια θέση από την εποχή της ρωμαιοκρατίας.
Ανασκαφικές έρευνες τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπίσει τη θέση του λιμανιού που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 322, τον Ιππόδρομο, ναούς, δεξαμενές, λουτρά, εργαστήρια, οικίες, πύργους, κοιμητήρια και όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν μια πόλη.
Από τα λιγότερο γνωστά αλλά πολύ σημαντικά μνημεία της πόλης είναι τα δύο παλαιοχριστιανικά κοιμητήρια. Το ανατολικό βρίσκεται μέσα και γύρω από την πανεπιστημιούπολη και το δυτικό, έξω τα από τα δυτικά τείχη έως τη Νεάπολη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες που κοσμούν πολλούς από τους τάφους και χρονολογούνται από τον 3ο έως και τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Απεικονίζουν κυρίως άνθη, γιρλάντες, σταυρούς, αλλά και συμβολικές παραστάσεις της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Πρόκειται για έργα λαϊκότροπα με ευχάριστα χρώματα και σταθερό σχέδιο, που παραπέμπουν στις τοιχογραφίες των κατακομβών της Ρώμης. Σημαντικά παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά -εκτός από εκείνα του Αγίου Δημητρίου και της Ροτόντας-γ σώζονται στο ναό της Αχειροποιήτου, στη Μονή Λατόμου και στην Αγία Σοφία.
Όλες οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης εκτός από τον σημαντικό τοιχογραφικό τους διάκοσμο, αποτελούν και εξαιρετικά δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στον 11ο αιώνα τοποθετείται η Παναγία των Χαλκέων, μια ιδιαίτερα κομψή εκκλησία, με τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου.
Το όνομά της το πήρε από τα εργαστήρια χαλκωματάδων που υπήρχαν κατά τη βυζαντινή εποχή γύρω της. Ο Άγιος Παντελεήμονας, η Αγία Αικατερίνη, ο Προφήτης Ηλίας, οι Άγιοι Απόστολοι αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της αρχιτεκτονικής της ύστερης βυζαντινής εποχής.
pygmi
COMMENTS