Τα μυστήρια του εγκεφάλου: Ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ουμπέρτο Έκο ερευνούν τα αινίγματα του ανθρώπινου νου και τη σχέση του με τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Η προβληματική και ακόμη αινιγματική σχέση ανάμεσα σε νου και σώμα ή ανάμεσα σε νου και εγκέφαλο ήταν το θέμα που επέλεξε το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Vita-Salute San Raffaele του Μιλάνο για μια συζήτηση ανάμεσα σε επιστήμονες και φιλοσόφους, που οργανώθηκε με τη συνεργασία της εφημερίδας «La Repubblica». Μεταξύ άλλων, συμμετείχαν και μίλησαν ο Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι και ο Ιταλός σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο.
Nόαμ Tσόμσκι: Η σχέση ανάμεσα σε νου και εγκέφαλο ή αν προτιμάτε ανάμεσα σε νου και σώμα ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές της επιστημονικής επανάστασης, βρίσκοντας στον Καρτέσιο τον πιο φωτεινό ερμηνευτή της. Σύμφωνα με τον Καρτέσιο, ο κόσμος μπορούσε να περιγραφεί με μηχανιστικούς όρους, ως αλληλεπίδραση σωμάτων και κίνησης.
Αλλά από αυτή τη θεώρηση διέφευγε ένα ουσιαστικό στοιχείο: η ανθρώπινη δημιουργικότητα και ιδιαίτερα η δημιουργικότητα της γλώσσας. Διαφορετικά από τις μηχανές και από τα ζώα, οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν μόνο να προσκληθούν, να υποκινηθούν να πραγματοποιήσουν μιαν ορισμένη δράση, αλλά δεν μπορούν στην κυριολεξία να εξαναγκαστούν. Σε αυτό το σημείο η μοναδική λογική λύση για εκείνο τον καιρό ήταν να παραδεχθούν ότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι πραγματικότητας: Η «res extensa», δηλαδή ο κόσμος και η «res cogitans», που εμείς σήμερα θα αποκαλούσαμε νου.
Ωστόσο, η θεωρία του Καρτέσιου, όπως και πολλές άλλες επιστημονικές θεωρίες, αποκαλύφθηκε εσφαλμένη. Ιδιαίτερα ο Νεύτων έδειξε, όχι δίχως κάποια θλίψη από μέρους του, ότι το σύμπαν δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως μια ολικά μηχανική διάταξη. Για να αναφέρουμε τα λόγια ενός ιστορικού της επιστήμης, του Αλεξάντρ Κοϊρέ, ο Νεύτων έδειξε ότι μια καθαρά μηχανιστική φυσική είναι αδύνατη και ότι είναι αναγκαίο να εισάγουμε στο εσωτερικό των φυσικών επιστημών γεγονότα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε. Αυτό το συμπέρασμα φάνηκε σαν ένας παραλογισμός στον ίδιο τον Νεύτωνα, ο οποίος ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για να βρει μια διέξοδο.
Σήμερα είναι της μόδας να κοροϊδεύουν εκείνους που βλέπουν το φάντασμα της μηχανής, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Ο Nεύτων εξόρκισε τη μηχανή αλλά μας άφησε το φάντασμά της, ένα πρόβλημα ουσιαστικά άλυτο ακόμη και σήμερα. Με την εξάλειψη οποιασδήποτε συνεκτικής έννοιας του υλικού κόσμου, το πρόβλημα νους-σώμα εξαφανίζεται. Αυτό που απομένει είναι ο κόσμος με όλες τις προβληματικές όψεις του: μηχανικές, ηλεκτρομαγνητικές, χημικές και άλλου τύπου. Εμείς μπορούμε μόνο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτά τα φαινόμενα και να επιδιώξουμε να ενοποιήσουμε τις διάφορες θεωρίες που τα περιγράφουν, αλλά τίποτα περισσότερο.
Τα φαινόμενα του νου είναι ολότελα όμοια. Ο Τζον Λοκ υπεδείκνυε ότι, αν οι δυνάμεις της έλξης δεν μπορούν να ιδωθούν με όρους καθαρής κίνησης, η σκέψη μπορεί να προστεθεί στην ύλη. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η υπόδειξη αναδιατυπώθηκε από τον Tζόζεφ Πρίσλεϊ ως ένα είδος ταυτολογίας. Οι ιδιότητες του νου είναι, σύμφωνα με τον ονομαστό χημικό, το αποτέλεσμα, η ανάδυση της οργανικής δομής του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος γενικά. Ο Πρίσλεϊ δεν έχει φυσικά ιδέα για το πώς αυτές οι ιδιότητες μπόρεσαν να εμφανιστούν. Αλλά λέει ότι οι ιδιότητες του νου πρέπει να θεωρηθούν αξιωματικά με βάση πειραματικές αποδείξεις, όπως οι δυνάμεις της έλξης, η χημική συγγένεια και ο μαγνητισμός.
Το πρόβλημα του πώς αναδύονται αυτές οι ιδιότητες παραμένει μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό άλυτο παρά τις προόδους των νευροεπιστημών. Αυτό δεν προξενεί έκπληξη, αν σκεφτούμε τη χημεία. Η χημεία ενοποιήθηκε με τη φυσική στην πρόσφατη εποχή και δεν επρόκειτο για μιαν αληθινή συγχώνευση αλλά για μια ριζική αναθεώρηση της φυσικής, που επέτρεψε να αφήσουν ουσιαστικά άθικτη τη χημεία. Τώρα η μελέτη της γλώσσας και άλλων ανώτερων ικανοτήτων προχωράει λίγο ως πολύ όπως η χημεία στο παρελθόν. Προσπαθούν ως επί το πλείστον να κατανοήσουν τα φαινόμενα, ενώ η δυνητική ενοποίηση παραμένει ένα γεγονός μη αποφασιστικό.
Είναι σημαντικό να θυμίσουμε το ότι ερωτήματα που ενέπνευσαν τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα, όπως εκείνα που αφορούν το θέμα της βούλησης ή της ικανότητας επιλογής *θέματα που βρίσκονται στη ρίζα του προβλήματος νους-σώμα* δεν βρίσκονται καν στην ημερήσια διάταξη.
Το μυστήριο παραμένει ακριβώς όπως στους καιρούς του Nεύτωνα. Σε όλα τα πεδία, στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, στη γραμματική όλων των ημερών, η οποία θεωρείται από τις απαρχές της επιστημονικής έρευνας ως η πιο σημαντική ερμηνεία αυτού του μυστηρίου, παραμένει μέχρι τώρα μυστήριο. Η εργασία που απομένει να κάνουμε για να κατανοήσουμε τις νοητικές πλευρές της ανθρώπινης γλώσσας είναι μεγάλη.
Ουμπέρτο Έκο: Hφιλοσοφία μελετούσε πάντοτε το νου. Ο Πλάτωνας, με τη θεωρία των ιδεών, με αυτό το ζήτημα ασχολήθηκε, όπως και ο Aριστοτέλης, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει το πώς γνωρίζουμε τα πράγματα.
Η φιλοσοφία όμως δεν μελέτησε ποτέ τον εγκέφαλο. Kαι αυτό για ένα πολύ απλό λόγο. Για πολύ καιρό πίστευαν πράγματι ότι η σκέψη κατοικούσε στο συκώτι, στην καρδιά ή σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος.
Η πρώτη αναπαράσταση περιοχών του εγκεφάλου έγινε το 16ο αιώνα ή ακόμη πιο αργά, ας πούμε στη θετικιστική ή στην προ-θετικιστική εποχή, όταν ο φρενολόγος Φραντς Γιόζεφ Γκαλ μελετούσε τους όγκους του εγκεφάλου και ο Xέγκελ ερεθιζόταν με αυτό το είδος μελετών.
Στις αρχές του αιώνα μας η φιλοσοφία υποβλήθηκε σε ένα είδος αυθαίρετης απαγόρευσης: ο νους δεν πρέπει να είναι αντικείμενο μελέτης -λένε- γιατί είναι κάτι που δεν το βλέπουμε και επομένως είναι όμοιος με την ψυχή. Ούτε και ο εγκέφαλος πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης από τους φιλοσόφους, γιατί είναι κάτι στο οποίο μπορούμε ενδεχομένως να παρέμβουμε με νυστέρια και επομένως πρέπει να αφεθεί στους γιατρούς. Έτσι, μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του αιώνα μας, ιδίως η αναλυτική φιλοσοφία, δεν ασχολήθηκε πλέον με τους λόγους π.χ. για τους οποίους αναγνωρίζουμε ένα σκυλί ως σκυλί και το αποκαλούμε «σκυλί».
Η φιλοσοφία δεν έθετε πλέον το πρόβλημα που ταλαιπωρούσε τον Λοκ (γιατί αναγνωρίζουμε ένα σκυλί ως σκυλί και το ονομάζουμε «σκυλί»), καθώς ασχολούνταν με τις λειτουργίες αλήθειας των φράσεών μας αλλά όχι με το γιατί εμείς γνωρίζουμε τα πράγματα.
Ωστόσο, το να εργαζόμαστε πάνω στη γλώσσα, όπως στην πραγματικότητα το έκανε η φιλοσοφία του αιώνα μας, σε τέτοιο βαθμό ώστε έγινε λόγος για μια «linguistic turn», για μια γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας, παρήγαγε ενδιαφέροντα αποτελέσματα και για την έρευνα του νου, ακόμη και για το σώμα ή τουλάχιστον για τον εγκέφαλο.
Γιατί πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σχέση ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου είναι -ακόμη και για όποιον υποστηρίζει ότι ο νους δεν υπάρχει και ότι υπάρχει μόνον ο εγκέφαλος- πολύ σοβαρό επιστημονικό ζήτημα.
Εμείς μπορούμε να εργαστούμε πάνω στον εγκέφαλο, γιατί διαθέτουμε νου. Eίναι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα πόδια και στο βάδισμα. Τα πόδια είναι ένα όργανο του οποίου η λειτουργία είναι το βάδισμα και έχουμε πολλούς να λένε ότι το βάδισμα δεν υπάρχει και υπάρχουν μόνο τα πόδια. Το βάδισμα αντίθετα υπάρχει. Οι άνθρωποι βαδίζουν. Αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη σχέση εγκέφαλος-νους με αυτούς τους όρους, θα ανακτήσουμε την οπτική ενός προσώπου το οποίο ξεχνούν ή το διαβάζουν στα απόκρυφα κείμενα ιερείς και καρδινάλιοι.
Αυτό το πρόσωπο ονομάζεται Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης. Ο Θωμάς λέει κάτι το επαναστατικό, που δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ. Το πρόβλημα της γνώσης είναι να βρούμε την ουσία των πραγμάτων, την ουσία του αλόγου, του σκυλιού, του ανθρώπου. Η ουσία βρίσκεται στον ορισμό. Ο ορισμός του ανθρώπου είναι: «ζώο λογικό, θνητό». Τι είναι επομένως ο ορισμός; Είναι: γένος συν ειδοποιός διαφορά. Η ειδοποιός διαφορά είναι η ιδιότητα που κατέχει μόνον εκείνο το καθορισμένο είδος, η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου είναι η λογικότητα, δηλαδή η ψυχή.
Ο Άγιος Θωμάς οφείλει λοιπόν να αναρωτηθεί: πού είναι η λογικότητα; Πώς τη βλέπουμε; Με ποιο μικροσκόπιο -αν διαθέτουμε το μικροσκόπιο- μπορούμε να την εξερευνήσουμε;
Ωστόσο, τη λογικότητα δεν τη βλέπουμε ποτέ. Συνάγουμε την ύπαρξή της από τη λογική συμπεριφορά, από το γεγονός ότι ο άνθρωπος δρα και μιλά με τρόπο λογικό. Ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να παρατηρήσουμε το νου είναι να αναλύσουμε τη γλώσσα. Να γιατί η γλωσσική στροφή έχει με μια ορισμένη έννοια υποχρεώσει τη φιλοσοφία να ασχοληθεί με τη λειτουργία του νου, σχεδόν χωρίς να το αντιληφθούν αυτό οι φιλόσοφοι.
Mέχρι τη στιγμή που ένας από τους πιο μεγάλους γλωσσολόγους του αιώνα μας, ο Pόμαν Γιάκομπσον, δάσκαλος του Tσόμσκι, έγραψε ένα θεμελιώδες δοκίμιο στο οποίο θεωρεί ότι υπάρχουν δυο τύποι γλώσσας και δυο τύποι αφασίας. Ο Γιάκομπσον εκκινεί από μια γλωσσική υπόθεση: εμείς, για να μιλήσουμε -επομένως για να εκδηλώσουμε τη λογικότητά μας, την ειδοποιό μας διαφορά- εργαζόμαστε από τη μια μεριά στον άξονα της επιλογής και από την άλλη στον άξονα του συνδυασμού. Σε ό,τι αφορά την επιλογή, έχουμε ένα ρεπερτόριο λέξεων από τις οποίες επιλέγουμε, μπορούμε για παράδειγμα να πούμε «το μικρόφωνο είναι πάνω στο τραπέζι» ή με μιαν άλλη επιλογή «ο ενισχυτής ήχου είναι τοποθετημένος πάνω στην έδρα». Είναι σαν να παίρνουμε από ένα ράφι τη μια ή την άλλη λέξη και έπειτα να τις συνδυάζουμε -να ο άξονας του συνδυασμού- με ένα ορισμένο τρόπο.
Χάρη στους δυο άξονες της γλώσσας, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις ρητορικές μορφές. Η μεταφορά είναι μια αντικατάσταση στον άξονα της επιλογής: στη θέση της λέξης «μουσικός» λέω «ο κύκνος». Η μετωνυμία εργάζεται αντίθετα στον άξονα του συνδυασμού: το κρασί βρίσκεται συνήθως στο ποτήριο και επομένως λέω στο φίλο μου «πάμε να πιούμε ένα ποτήρι» και όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν θέλουμε να καταπιούμε ένα αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιούμε το περιέχον για να εννοήσουμε το περιεχόμενο.
Ο Γιάκομπσον είχε αντιληφθεί ότι στο παιχνίδι της μεταφοράς και της μετωνυμίας αντιστοιχούν δυο μορφές αφασίας: υπάρχει η αφασία στον άξονα της επιλογής, όπου κάποιος δηλώνει ότι ο τάδε είναι εργένης, αλλά έπειτα δεν ξέρει να πει ότι «εργένης» σημαίνει «άγαμος» ή αποκαλεί «τέτοιο» ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο του οποίου δεν θυμάται το όνομα. Η αφασία στον άξονα του συνδυασμού είναι αντίθετα εκείνη που οδηγεί να μην παράγουμε πλήρεις φράσεις ή στον αγραμματισμό.
Όπως βλέπουμε, μέσα από τη γλωσσική συμπεριφορά η γλωσσολογία ανακαλύπτει εγκεφαλικά φαινόμενα. Σε ένα ορισμένο σημείο οι επιστήμες της γλώσσας και οι επιστήμες της γνώσης (που με τη σειρά τους είναι επιστήμες του νου, αν τις καλλιεργούν οι ψυχολόγοι, ή επιστήμες του εγκεφάλου, αν τις καλλιεργούν οι νευροφυσιολόγοι) συναντιούνται.
Μού συνέβη κάποτε κάτι το εντυπωσιακό. Συνηθίζω να γυρνάω στα ράφια των αμερικανικών βιβλιοπωλείων, γιατί από την κατανομή των βιβλίων καταλαβαίνω προς τα πού οδηγείται η αμερικανική κουλτούρα. Υπήρξε μια περίοδος στην οποία στα ίδια ράφια έβρισκα τον Μαρξ και τον Φρόιντ (σαν να λέμε: το ίδιο πράγμα, ευρωπαϊκό πράγμα) και μαζί τα κείμενα γλωσσολογίας και σημειωτικής.
Έπειτα υπήρξε μια περίοδος στην οποία οι μελέτες σημειωματικής συνυπήρχαν με τις «ομοφυλοφιλικές και λεσβιακές μελέτες» (σαν να λέμε: ακραία πράγματα). Πρόσφατα στο βιβλιοπωλείο των Μπαρνς και Νομπλ είδα τη σημειωματική μαζί με τον Αντόρνο. Αποτελεί εξαίρεση ένας χώρος του Χάρβαρντ στον οποίο βρήκα μελέτες ψυχολογίας, γλωσσολογίας, σημειωματικής, τεχνητής νόησης, όλες κάτω από την ενιαία ετικέτα: «επιστήμες της γνώσης». Αυτή η συνένωση κάτω από την κοινή θεματική της γνώσης μας επαναφέρει, αν θέλετε, στις απαρχές της φιλοσοφίας από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ. Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, όπου άνθρωποι της επιστήμης συναντιούνται με γλωσσολόγους και με φιλοσόφους.
Αν υπάρχουν ένας εγκέφαλος και ένας νους, χρειάζεται σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε τις απειλές που στρέφονται εναντίον τους. Δεν μπορώ να μιλήσω για τις απειλές εις βάρος του εγκεφάλου, τόσο εξαιτίας επαγγελματικής αναρμοδιότητας όσο και γιατί βρίσκομαι κάτω από την επίδραση των «λαθών» που μας επαναλαμβάνει σχετικά ο τύπος. Ας πάρουμε για παράδειγμα την κλωνοποίηση.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας κάνουν να πιστεύουμε ότι με ένα κύτταρο του Χίτλερ παράγονται δέκα χιλιάδες Χίτλερ. Αλλά αυτό δεν είναι αληθινό. Το πολύ να γίνει ένα παιδί με το ίδιο γενετικό πρόγραμμα του Χίτλερ, που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια οικογένεια Εβραίων και να βγει ολότελα διαφορετικό από το δικτάτορα ή έστω με την κλίση του για τη ζωγραφική. Από τη μεριά της η προβατίνα η Ντόλι ήδη πεθαίνει και το πρόβλημα ενός σύμπαντος κλωνοποιημένων ανθρώπων μου φαίνεται μακρινό.
Tο ίδιο και με την εικονική πραγματικότητα. Μάς έκαναν να πιστέψουμε ότι θα μπορούσαμε να πάμε στο δάσος, να κυνηγήσουμε το λιοντάρι, να κάνουμε έρωτα με την Mέριλιν Mονρόε, αλλά στην πραγματικότητα τα σχετικά cd-rom είναι σκέτη απογοήτευση.
Επομένως, με τις απειλές εις βάρος του εγκεφάλου δεν ασχολούμαι. Οι απειλές εις βάρος του νου αντίθετα είναι πολύ παλιές, γιατί φιλόσοφοι και εκπαιδευτές είχαν πάντοτε επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούμε να επηρεαστούμε από μια λαθεμένη εκπαίδευση, δηλαδή από μιαν εκπαίδευση που πάσχει από έλλειψη πληροφόρησης. Σήμερα, με το ηλεκτρονικό δίκτυο και την πληροφορική, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν απειλή που προέρχεται από υπερβολική πληροφόρηση. Έλλειψη και υπερβολή πληροφόρησης είναι οι δυο επιθέσεις ενάντια στο νου που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η εξουδετέρωσή τους είναι η μάχη που θα δοθεί στην προσεχή χιλιετία.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
Nόαμ Tσόμσκι: Η σχέση ανάμεσα σε νου και εγκέφαλο ή αν προτιμάτε ανάμεσα σε νου και σώμα ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές της επιστημονικής επανάστασης, βρίσκοντας στον Καρτέσιο τον πιο φωτεινό ερμηνευτή της. Σύμφωνα με τον Καρτέσιο, ο κόσμος μπορούσε να περιγραφεί με μηχανιστικούς όρους, ως αλληλεπίδραση σωμάτων και κίνησης.
Αλλά από αυτή τη θεώρηση διέφευγε ένα ουσιαστικό στοιχείο: η ανθρώπινη δημιουργικότητα και ιδιαίτερα η δημιουργικότητα της γλώσσας. Διαφορετικά από τις μηχανές και από τα ζώα, οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν μόνο να προσκληθούν, να υποκινηθούν να πραγματοποιήσουν μιαν ορισμένη δράση, αλλά δεν μπορούν στην κυριολεξία να εξαναγκαστούν. Σε αυτό το σημείο η μοναδική λογική λύση για εκείνο τον καιρό ήταν να παραδεχθούν ότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι πραγματικότητας: Η «res extensa», δηλαδή ο κόσμος και η «res cogitans», που εμείς σήμερα θα αποκαλούσαμε νου.
Ωστόσο, η θεωρία του Καρτέσιου, όπως και πολλές άλλες επιστημονικές θεωρίες, αποκαλύφθηκε εσφαλμένη. Ιδιαίτερα ο Νεύτων έδειξε, όχι δίχως κάποια θλίψη από μέρους του, ότι το σύμπαν δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως μια ολικά μηχανική διάταξη. Για να αναφέρουμε τα λόγια ενός ιστορικού της επιστήμης, του Αλεξάντρ Κοϊρέ, ο Νεύτων έδειξε ότι μια καθαρά μηχανιστική φυσική είναι αδύνατη και ότι είναι αναγκαίο να εισάγουμε στο εσωτερικό των φυσικών επιστημών γεγονότα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε. Αυτό το συμπέρασμα φάνηκε σαν ένας παραλογισμός στον ίδιο τον Νεύτωνα, ο οποίος ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για να βρει μια διέξοδο.
Σήμερα είναι της μόδας να κοροϊδεύουν εκείνους που βλέπουν το φάντασμα της μηχανής, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Ο Nεύτων εξόρκισε τη μηχανή αλλά μας άφησε το φάντασμά της, ένα πρόβλημα ουσιαστικά άλυτο ακόμη και σήμερα. Με την εξάλειψη οποιασδήποτε συνεκτικής έννοιας του υλικού κόσμου, το πρόβλημα νους-σώμα εξαφανίζεται. Αυτό που απομένει είναι ο κόσμος με όλες τις προβληματικές όψεις του: μηχανικές, ηλεκτρομαγνητικές, χημικές και άλλου τύπου. Εμείς μπορούμε μόνο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτά τα φαινόμενα και να επιδιώξουμε να ενοποιήσουμε τις διάφορες θεωρίες που τα περιγράφουν, αλλά τίποτα περισσότερο.
Τα φαινόμενα του νου είναι ολότελα όμοια. Ο Τζον Λοκ υπεδείκνυε ότι, αν οι δυνάμεις της έλξης δεν μπορούν να ιδωθούν με όρους καθαρής κίνησης, η σκέψη μπορεί να προστεθεί στην ύλη. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η υπόδειξη αναδιατυπώθηκε από τον Tζόζεφ Πρίσλεϊ ως ένα είδος ταυτολογίας. Οι ιδιότητες του νου είναι, σύμφωνα με τον ονομαστό χημικό, το αποτέλεσμα, η ανάδυση της οργανικής δομής του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος γενικά. Ο Πρίσλεϊ δεν έχει φυσικά ιδέα για το πώς αυτές οι ιδιότητες μπόρεσαν να εμφανιστούν. Αλλά λέει ότι οι ιδιότητες του νου πρέπει να θεωρηθούν αξιωματικά με βάση πειραματικές αποδείξεις, όπως οι δυνάμεις της έλξης, η χημική συγγένεια και ο μαγνητισμός.
Το πρόβλημα του πώς αναδύονται αυτές οι ιδιότητες παραμένει μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό άλυτο παρά τις προόδους των νευροεπιστημών. Αυτό δεν προξενεί έκπληξη, αν σκεφτούμε τη χημεία. Η χημεία ενοποιήθηκε με τη φυσική στην πρόσφατη εποχή και δεν επρόκειτο για μιαν αληθινή συγχώνευση αλλά για μια ριζική αναθεώρηση της φυσικής, που επέτρεψε να αφήσουν ουσιαστικά άθικτη τη χημεία. Τώρα η μελέτη της γλώσσας και άλλων ανώτερων ικανοτήτων προχωράει λίγο ως πολύ όπως η χημεία στο παρελθόν. Προσπαθούν ως επί το πλείστον να κατανοήσουν τα φαινόμενα, ενώ η δυνητική ενοποίηση παραμένει ένα γεγονός μη αποφασιστικό.
Είναι σημαντικό να θυμίσουμε το ότι ερωτήματα που ενέπνευσαν τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα, όπως εκείνα που αφορούν το θέμα της βούλησης ή της ικανότητας επιλογής *θέματα που βρίσκονται στη ρίζα του προβλήματος νους-σώμα* δεν βρίσκονται καν στην ημερήσια διάταξη.
Το μυστήριο παραμένει ακριβώς όπως στους καιρούς του Nεύτωνα. Σε όλα τα πεδία, στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, στη γραμματική όλων των ημερών, η οποία θεωρείται από τις απαρχές της επιστημονικής έρευνας ως η πιο σημαντική ερμηνεία αυτού του μυστηρίου, παραμένει μέχρι τώρα μυστήριο. Η εργασία που απομένει να κάνουμε για να κατανοήσουμε τις νοητικές πλευρές της ανθρώπινης γλώσσας είναι μεγάλη.
Ουμπέρτο Έκο: Hφιλοσοφία μελετούσε πάντοτε το νου. Ο Πλάτωνας, με τη θεωρία των ιδεών, με αυτό το ζήτημα ασχολήθηκε, όπως και ο Aριστοτέλης, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει το πώς γνωρίζουμε τα πράγματα.
Η φιλοσοφία όμως δεν μελέτησε ποτέ τον εγκέφαλο. Kαι αυτό για ένα πολύ απλό λόγο. Για πολύ καιρό πίστευαν πράγματι ότι η σκέψη κατοικούσε στο συκώτι, στην καρδιά ή σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος.
Η πρώτη αναπαράσταση περιοχών του εγκεφάλου έγινε το 16ο αιώνα ή ακόμη πιο αργά, ας πούμε στη θετικιστική ή στην προ-θετικιστική εποχή, όταν ο φρενολόγος Φραντς Γιόζεφ Γκαλ μελετούσε τους όγκους του εγκεφάλου και ο Xέγκελ ερεθιζόταν με αυτό το είδος μελετών.
Στις αρχές του αιώνα μας η φιλοσοφία υποβλήθηκε σε ένα είδος αυθαίρετης απαγόρευσης: ο νους δεν πρέπει να είναι αντικείμενο μελέτης -λένε- γιατί είναι κάτι που δεν το βλέπουμε και επομένως είναι όμοιος με την ψυχή. Ούτε και ο εγκέφαλος πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης από τους φιλοσόφους, γιατί είναι κάτι στο οποίο μπορούμε ενδεχομένως να παρέμβουμε με νυστέρια και επομένως πρέπει να αφεθεί στους γιατρούς. Έτσι, μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του αιώνα μας, ιδίως η αναλυτική φιλοσοφία, δεν ασχολήθηκε πλέον με τους λόγους π.χ. για τους οποίους αναγνωρίζουμε ένα σκυλί ως σκυλί και το αποκαλούμε «σκυλί».
Η φιλοσοφία δεν έθετε πλέον το πρόβλημα που ταλαιπωρούσε τον Λοκ (γιατί αναγνωρίζουμε ένα σκυλί ως σκυλί και το ονομάζουμε «σκυλί»), καθώς ασχολούνταν με τις λειτουργίες αλήθειας των φράσεών μας αλλά όχι με το γιατί εμείς γνωρίζουμε τα πράγματα.
Ωστόσο, το να εργαζόμαστε πάνω στη γλώσσα, όπως στην πραγματικότητα το έκανε η φιλοσοφία του αιώνα μας, σε τέτοιο βαθμό ώστε έγινε λόγος για μια «linguistic turn», για μια γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας, παρήγαγε ενδιαφέροντα αποτελέσματα και για την έρευνα του νου, ακόμη και για το σώμα ή τουλάχιστον για τον εγκέφαλο.
Γιατί πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σχέση ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου είναι -ακόμη και για όποιον υποστηρίζει ότι ο νους δεν υπάρχει και ότι υπάρχει μόνον ο εγκέφαλος- πολύ σοβαρό επιστημονικό ζήτημα.
Εμείς μπορούμε να εργαστούμε πάνω στον εγκέφαλο, γιατί διαθέτουμε νου. Eίναι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα πόδια και στο βάδισμα. Τα πόδια είναι ένα όργανο του οποίου η λειτουργία είναι το βάδισμα και έχουμε πολλούς να λένε ότι το βάδισμα δεν υπάρχει και υπάρχουν μόνο τα πόδια. Το βάδισμα αντίθετα υπάρχει. Οι άνθρωποι βαδίζουν. Αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη σχέση εγκέφαλος-νους με αυτούς τους όρους, θα ανακτήσουμε την οπτική ενός προσώπου το οποίο ξεχνούν ή το διαβάζουν στα απόκρυφα κείμενα ιερείς και καρδινάλιοι.
Αυτό το πρόσωπο ονομάζεται Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης. Ο Θωμάς λέει κάτι το επαναστατικό, που δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ. Το πρόβλημα της γνώσης είναι να βρούμε την ουσία των πραγμάτων, την ουσία του αλόγου, του σκυλιού, του ανθρώπου. Η ουσία βρίσκεται στον ορισμό. Ο ορισμός του ανθρώπου είναι: «ζώο λογικό, θνητό». Τι είναι επομένως ο ορισμός; Είναι: γένος συν ειδοποιός διαφορά. Η ειδοποιός διαφορά είναι η ιδιότητα που κατέχει μόνον εκείνο το καθορισμένο είδος, η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου είναι η λογικότητα, δηλαδή η ψυχή.
Ο Άγιος Θωμάς οφείλει λοιπόν να αναρωτηθεί: πού είναι η λογικότητα; Πώς τη βλέπουμε; Με ποιο μικροσκόπιο -αν διαθέτουμε το μικροσκόπιο- μπορούμε να την εξερευνήσουμε;
Ωστόσο, τη λογικότητα δεν τη βλέπουμε ποτέ. Συνάγουμε την ύπαρξή της από τη λογική συμπεριφορά, από το γεγονός ότι ο άνθρωπος δρα και μιλά με τρόπο λογικό. Ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να παρατηρήσουμε το νου είναι να αναλύσουμε τη γλώσσα. Να γιατί η γλωσσική στροφή έχει με μια ορισμένη έννοια υποχρεώσει τη φιλοσοφία να ασχοληθεί με τη λειτουργία του νου, σχεδόν χωρίς να το αντιληφθούν αυτό οι φιλόσοφοι.
Mέχρι τη στιγμή που ένας από τους πιο μεγάλους γλωσσολόγους του αιώνα μας, ο Pόμαν Γιάκομπσον, δάσκαλος του Tσόμσκι, έγραψε ένα θεμελιώδες δοκίμιο στο οποίο θεωρεί ότι υπάρχουν δυο τύποι γλώσσας και δυο τύποι αφασίας. Ο Γιάκομπσον εκκινεί από μια γλωσσική υπόθεση: εμείς, για να μιλήσουμε -επομένως για να εκδηλώσουμε τη λογικότητά μας, την ειδοποιό μας διαφορά- εργαζόμαστε από τη μια μεριά στον άξονα της επιλογής και από την άλλη στον άξονα του συνδυασμού. Σε ό,τι αφορά την επιλογή, έχουμε ένα ρεπερτόριο λέξεων από τις οποίες επιλέγουμε, μπορούμε για παράδειγμα να πούμε «το μικρόφωνο είναι πάνω στο τραπέζι» ή με μιαν άλλη επιλογή «ο ενισχυτής ήχου είναι τοποθετημένος πάνω στην έδρα». Είναι σαν να παίρνουμε από ένα ράφι τη μια ή την άλλη λέξη και έπειτα να τις συνδυάζουμε -να ο άξονας του συνδυασμού- με ένα ορισμένο τρόπο.
Χάρη στους δυο άξονες της γλώσσας, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις ρητορικές μορφές. Η μεταφορά είναι μια αντικατάσταση στον άξονα της επιλογής: στη θέση της λέξης «μουσικός» λέω «ο κύκνος». Η μετωνυμία εργάζεται αντίθετα στον άξονα του συνδυασμού: το κρασί βρίσκεται συνήθως στο ποτήριο και επομένως λέω στο φίλο μου «πάμε να πιούμε ένα ποτήρι» και όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν θέλουμε να καταπιούμε ένα αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιούμε το περιέχον για να εννοήσουμε το περιεχόμενο.
Ο Γιάκομπσον είχε αντιληφθεί ότι στο παιχνίδι της μεταφοράς και της μετωνυμίας αντιστοιχούν δυο μορφές αφασίας: υπάρχει η αφασία στον άξονα της επιλογής, όπου κάποιος δηλώνει ότι ο τάδε είναι εργένης, αλλά έπειτα δεν ξέρει να πει ότι «εργένης» σημαίνει «άγαμος» ή αποκαλεί «τέτοιο» ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο του οποίου δεν θυμάται το όνομα. Η αφασία στον άξονα του συνδυασμού είναι αντίθετα εκείνη που οδηγεί να μην παράγουμε πλήρεις φράσεις ή στον αγραμματισμό.
Όπως βλέπουμε, μέσα από τη γλωσσική συμπεριφορά η γλωσσολογία ανακαλύπτει εγκεφαλικά φαινόμενα. Σε ένα ορισμένο σημείο οι επιστήμες της γλώσσας και οι επιστήμες της γνώσης (που με τη σειρά τους είναι επιστήμες του νου, αν τις καλλιεργούν οι ψυχολόγοι, ή επιστήμες του εγκεφάλου, αν τις καλλιεργούν οι νευροφυσιολόγοι) συναντιούνται.
Μού συνέβη κάποτε κάτι το εντυπωσιακό. Συνηθίζω να γυρνάω στα ράφια των αμερικανικών βιβλιοπωλείων, γιατί από την κατανομή των βιβλίων καταλαβαίνω προς τα πού οδηγείται η αμερικανική κουλτούρα. Υπήρξε μια περίοδος στην οποία στα ίδια ράφια έβρισκα τον Μαρξ και τον Φρόιντ (σαν να λέμε: το ίδιο πράγμα, ευρωπαϊκό πράγμα) και μαζί τα κείμενα γλωσσολογίας και σημειωτικής.
Έπειτα υπήρξε μια περίοδος στην οποία οι μελέτες σημειωματικής συνυπήρχαν με τις «ομοφυλοφιλικές και λεσβιακές μελέτες» (σαν να λέμε: ακραία πράγματα). Πρόσφατα στο βιβλιοπωλείο των Μπαρνς και Νομπλ είδα τη σημειωματική μαζί με τον Αντόρνο. Αποτελεί εξαίρεση ένας χώρος του Χάρβαρντ στον οποίο βρήκα μελέτες ψυχολογίας, γλωσσολογίας, σημειωματικής, τεχνητής νόησης, όλες κάτω από την ενιαία ετικέτα: «επιστήμες της γνώσης». Αυτή η συνένωση κάτω από την κοινή θεματική της γνώσης μας επαναφέρει, αν θέλετε, στις απαρχές της φιλοσοφίας από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ. Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, όπου άνθρωποι της επιστήμης συναντιούνται με γλωσσολόγους και με φιλοσόφους.
Αν υπάρχουν ένας εγκέφαλος και ένας νους, χρειάζεται σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε τις απειλές που στρέφονται εναντίον τους. Δεν μπορώ να μιλήσω για τις απειλές εις βάρος του εγκεφάλου, τόσο εξαιτίας επαγγελματικής αναρμοδιότητας όσο και γιατί βρίσκομαι κάτω από την επίδραση των «λαθών» που μας επαναλαμβάνει σχετικά ο τύπος. Ας πάρουμε για παράδειγμα την κλωνοποίηση.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας κάνουν να πιστεύουμε ότι με ένα κύτταρο του Χίτλερ παράγονται δέκα χιλιάδες Χίτλερ. Αλλά αυτό δεν είναι αληθινό. Το πολύ να γίνει ένα παιδί με το ίδιο γενετικό πρόγραμμα του Χίτλερ, που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια οικογένεια Εβραίων και να βγει ολότελα διαφορετικό από το δικτάτορα ή έστω με την κλίση του για τη ζωγραφική. Από τη μεριά της η προβατίνα η Ντόλι ήδη πεθαίνει και το πρόβλημα ενός σύμπαντος κλωνοποιημένων ανθρώπων μου φαίνεται μακρινό.
Tο ίδιο και με την εικονική πραγματικότητα. Μάς έκαναν να πιστέψουμε ότι θα μπορούσαμε να πάμε στο δάσος, να κυνηγήσουμε το λιοντάρι, να κάνουμε έρωτα με την Mέριλιν Mονρόε, αλλά στην πραγματικότητα τα σχετικά cd-rom είναι σκέτη απογοήτευση.
Επομένως, με τις απειλές εις βάρος του εγκεφάλου δεν ασχολούμαι. Οι απειλές εις βάρος του νου αντίθετα είναι πολύ παλιές, γιατί φιλόσοφοι και εκπαιδευτές είχαν πάντοτε επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούμε να επηρεαστούμε από μια λαθεμένη εκπαίδευση, δηλαδή από μιαν εκπαίδευση που πάσχει από έλλειψη πληροφόρησης. Σήμερα, με το ηλεκτρονικό δίκτυο και την πληροφορική, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν απειλή που προέρχεται από υπερβολική πληροφόρηση. Έλλειψη και υπερβολή πληροφόρησης είναι οι δυο επιθέσεις ενάντια στο νου που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η εξουδετέρωσή τους είναι η μάχη που θα δοθεί στην προσεχή χιλιετία.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
COMMENTS