Το αρχαιότερο δερμάτινο παπούτσι, ηλικίας άνω των 5.500 ετών, ανακάλυψε διεθνής ομάδα αρχαιολόγων σε ένα σπήλαιο στην Αρμενία, αναφέρει δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας.
Είναι σχεδόν άψογα διατηρημένο (τα κορδόνια του είναι άθικτα) και είναι περίπου 1.000 χρόνια παλιότερο από την Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας στην Αίγυπτο και 400 χρόνια παλιότερο από το Στόουνχετζ στη Βρετανία.
Το παπούτσι, τύπου μοκασίνι, που χρονολογείται από το 3.500 π.Χ., από τη χαλκολιθική περίοδο, δηλαδή, έχει κατασκευαστεί από ένα μοναδικό κομμάτι δέρματος, μάλλον αγελάδας, και είναι τέλεια διαμορφωμένο, ώστε να εφαρμόζει στο πόδι. Περιείχε επίσης χορτάρι, είτε ως μονωτικό για να κρατά το πόδι ζεστό, είτε για να έχει καλύτερη εφαρμογή στο πόδι, ενώ υπήρχαν κορδόνια τόσο στο πάνω μέρος όσο και στο πίσω για να συγκρατείται σωστά το πόδι.
Το παπούτσι αντιστοιχεί στο σημερινό νούμερο 37 και είναι άγνωστο εάν ανήκει σε άνδρα ή γυναίκα. Αν και μικρό για τα σημερινά δεδομένα, σύμφωνα με τους ερευνητές, κάλλιστα μπορεί να ανήκε σε άνδρα εκείνης της εποχής. Το παπούτσι δεξιού ποδιού βρέθηκε στην περιοχή Βαγιότζ Ντζορ στα αρμενο-ιρανο-τουρκικά σύνορα, σε ένα σπήλαιο κοντά σε ένα δρόμο, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στους αρμένιους αρχαιολόγους.
Οι σταθερές, ξηρές και ψυχρές συνθήκες του σπηλαίου βοήθησαν στην άριστη συντήρηση του παπουτσιού μέχρι σήμερα, ενώ σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι το έδαφος του σπηλαίου ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα περιττωμάτων προβάτων, τα οποία λειτούργησαν προστατευτικά στο πέρασμα του χρόνου. Οι αρχαιολόγοι αρχικά νόμιζαν ότι το παπούτσι δεν ήταν παλαιότερο των 600-700 ετών, παρασυρμένοι από την άριστη κατάστασή του. Όμως η κατοπινή χρονολόγησή του σε δύο εργαστήρια των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και της Καλιφόρνιας με την μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα, αποκάλυψε την πραγματική ηλικία του παπουτσιού (μεταξύ 5.637 – 5.387 ετών).
Συνεπώς, είναι κατά μερικές εκατοντάδες χρόνια παλαιότερο από τα υποδήματα που φορούσε ο «Ότζι, ο άνθρωπος των πάγων», τα οποία έχουν χρονολογηθεί μεταξύ των 5.375 – 5.128 ετών και μέχρι σήμερα θεωρούνταν τα παλαιότερα που είχαν ποτέ βρεθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο «Ότζι» είχε βρεθεί ως καλοδιατηρημένη μούμια στις παγωμένες ιταλο-αυστριακές Άλπεις το 1991 και σήμερα φυλάσσεται στην Ιταλία. Τα παπούτσια του ήταν από δέρμα ελαφιού και αρκούδας.
Μέχρι σήμερα τα αρχαιότερα υποδήματα που είχαν βρεθεί στον κόσμο, ήταν σαντάλια από φυτικό υλικό, όχι από δέρμα, σε ένα σπήλαιο στο Μισούρι των ΗΠΑ, καθώς και σαντάλια σε ένα σπήλαιο στην έρημο της Ιουδαίας στο Ισραήλ. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το παπούτσι της Αρμενίας έχει μεγάλες ομοιότητες στην κατασκευή και το σχεδιασμό του με τα παπούτσια που βρέθηκαν στην Ευρώπη μέχρι την Ιρλανδία τα επόμενα χρόνια, γεγονός που δείχνει ότι ουσιαστικά ο ίδιος τύπος υποδήματος φοριόταν επί χιλιάδες χρόνια σε μια μεγάλη περιοχή από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη.
Οι αρχαιολόγοι θα συνεχίσουν τις ανασκαφές στο αρμενικό σπήλαιο, σε αναζήτηση νέων ευρημάτων, προκειμένου να ρίξουν περισσότερο φως σε εκείνη την σχετικά άγνωστη περίοδο. Η ανακάλυψη έγινε από μια διδακτορική φοιτήτρια, την Ντιάνα Ζαρνταριάν του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας της Αρμενίας. Το εύρημα παρουσιάστηκε από τον αρχαιολόγο δρα Ρον Πινχάσι του ιρλανδικού University College του Κορκ, στο περιοδικό PloS ONΕ.
ΠΗΓΗ
Αν σας αρέσει η σελίδα μας.Πατήστε μου αρέσει για την σελίδα μας στο facebook.
Το παπούτσι, τύπου μοκασίνι, που χρονολογείται από το 3.500 π.Χ., από τη χαλκολιθική περίοδο, δηλαδή, έχει κατασκευαστεί από ένα μοναδικό κομμάτι δέρματος, μάλλον αγελάδας, και είναι τέλεια διαμορφωμένο, ώστε να εφαρμόζει στο πόδι. Περιείχε επίσης χορτάρι, είτε ως μονωτικό για να κρατά το πόδι ζεστό, είτε για να έχει καλύτερη εφαρμογή στο πόδι, ενώ υπήρχαν κορδόνια τόσο στο πάνω μέρος όσο και στο πίσω για να συγκρατείται σωστά το πόδι.
Το παπούτσι αντιστοιχεί στο σημερινό νούμερο 37 και είναι άγνωστο εάν ανήκει σε άνδρα ή γυναίκα. Αν και μικρό για τα σημερινά δεδομένα, σύμφωνα με τους ερευνητές, κάλλιστα μπορεί να ανήκε σε άνδρα εκείνης της εποχής. Το παπούτσι δεξιού ποδιού βρέθηκε στην περιοχή Βαγιότζ Ντζορ στα αρμενο-ιρανο-τουρκικά σύνορα, σε ένα σπήλαιο κοντά σε ένα δρόμο, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στους αρμένιους αρχαιολόγους.
Οι σταθερές, ξηρές και ψυχρές συνθήκες του σπηλαίου βοήθησαν στην άριστη συντήρηση του παπουτσιού μέχρι σήμερα, ενώ σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι το έδαφος του σπηλαίου ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα περιττωμάτων προβάτων, τα οποία λειτούργησαν προστατευτικά στο πέρασμα του χρόνου. Οι αρχαιολόγοι αρχικά νόμιζαν ότι το παπούτσι δεν ήταν παλαιότερο των 600-700 ετών, παρασυρμένοι από την άριστη κατάστασή του. Όμως η κατοπινή χρονολόγησή του σε δύο εργαστήρια των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και της Καλιφόρνιας με την μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα, αποκάλυψε την πραγματική ηλικία του παπουτσιού (μεταξύ 5.637 – 5.387 ετών).
Συνεπώς, είναι κατά μερικές εκατοντάδες χρόνια παλαιότερο από τα υποδήματα που φορούσε ο «Ότζι, ο άνθρωπος των πάγων», τα οποία έχουν χρονολογηθεί μεταξύ των 5.375 – 5.128 ετών και μέχρι σήμερα θεωρούνταν τα παλαιότερα που είχαν ποτέ βρεθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο «Ότζι» είχε βρεθεί ως καλοδιατηρημένη μούμια στις παγωμένες ιταλο-αυστριακές Άλπεις το 1991 και σήμερα φυλάσσεται στην Ιταλία. Τα παπούτσια του ήταν από δέρμα ελαφιού και αρκούδας.
Μέχρι σήμερα τα αρχαιότερα υποδήματα που είχαν βρεθεί στον κόσμο, ήταν σαντάλια από φυτικό υλικό, όχι από δέρμα, σε ένα σπήλαιο στο Μισούρι των ΗΠΑ, καθώς και σαντάλια σε ένα σπήλαιο στην έρημο της Ιουδαίας στο Ισραήλ. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το παπούτσι της Αρμενίας έχει μεγάλες ομοιότητες στην κατασκευή και το σχεδιασμό του με τα παπούτσια που βρέθηκαν στην Ευρώπη μέχρι την Ιρλανδία τα επόμενα χρόνια, γεγονός που δείχνει ότι ουσιαστικά ο ίδιος τύπος υποδήματος φοριόταν επί χιλιάδες χρόνια σε μια μεγάλη περιοχή από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη.
Οι αρχαιολόγοι θα συνεχίσουν τις ανασκαφές στο αρμενικό σπήλαιο, σε αναζήτηση νέων ευρημάτων, προκειμένου να ρίξουν περισσότερο φως σε εκείνη την σχετικά άγνωστη περίοδο. Η ανακάλυψη έγινε από μια διδακτορική φοιτήτρια, την Ντιάνα Ζαρνταριάν του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας της Αρμενίας. Το εύρημα παρουσιάστηκε από τον αρχαιολόγο δρα Ρον Πινχάσι του ιρλανδικού University College του Κορκ, στο περιοδικό PloS ONΕ.
ΠΗΓΗ
Αν σας αρέσει η σελίδα μας.Πατήστε μου αρέσει για την σελίδα μας στο facebook.
COMMENTS