Για να μην νομίσετε ότι αυτά που περνάμε δεν τα ‘χουμε ξαναπεράσει να σας θυμίσουμε ότι σήμερα είναι επέτειος.
Όχι ευχάριστη βέβαια.
Σαν σήμερα το 1932 ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε κηρύξει “χρεοστάσιο”! Τι είναι πάλι αυτό θα πείτε, αφού εμείς έχουμε μάθει τη χρεοκοπία.
Ο Φοίβος Οικονομίδης σ΄ ένα κείμενο που είχε δημοσιεύσει η Ελευθεροτυπία, εξηγούσε με σαφήνεια τι συνέβη το 1932, επί ημερών Ελευθερίου Βενιζέλου:
Περί τα μέσα Οκτωβρίου του 1929 η Γουόλ Στριτ στη Νέα Υόρκη άρχισε να κλονίζεται για τα καλά.
Οι αξίες των μετοχών υπέστησαν κάθετη πτώση στο χρηματιστήριο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να απλώνεται και οι συνέπειές της δεν άργησαν να φανούν και στην Ελλάδα. Πρωθυπουργός εκείνης της περιόδου ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε επανέλθει στην εξουσία το 1928.
Η οικονομική κρίση μειώνοντας το εισόδημα των αμερικανών και ευρωπαίων πολιτών είχε αρνητικές συνέπειες στις ελληνικές εξαγωγές, που ήταν κατά κύριο λόγο ο καπνός, το ελαιόλαδο και η σταφίδα. Λόγω της κρίσης μειώθηκε η ναυτιλιακή δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, μειώθηκε το συνάλλαγμα που έστελναν οι έλληνες ναυτικοί στις οικογένειές τους. Το ίδιο συνέβη και με το μεταναστευτικό συνάλλαγμα που έφτανε στην Ελλάδα από τους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που πρώτες είχαν πληγεί από την κρίση. Σε μια εποχή όπου το μεταναστευτικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα εξισορροπούσαν το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών.
Αν και η κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, που με βάση το πρωτόκολλο του 1927 επέβλεπε τις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις, σε έκθεσή της του Μαΐου του 1930 έγραφε σχετικά: «Η επιτροπή υπήρξεν ευτυχής διαπιστούσα ότι η οικονομική καχεξία ήτις εγένετο αισθητή και εν Ελλάδι όπως εις πάσαν άλλην χώραν, δεν επηρέασε την ισχυράν θέσιν της Εκδοτικής Τραπέζης της Ελλάδος. Αντιθέτως, διαγράφεται σαφής βελτίωσις από του δευτέρου ημίσεως του Φεβρουαρίου 1930».
Ολα έδειχναν να προχωρούν σχετικά καλά και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα περνούσε την κρίση με μικρές απώλειες αν η Μεγάλη Βρετανία δεν εγκατέλειπε το χρυσό κανόνα. Η εγκατάλειψη από τη Βρετανία του κανόνα χρυσού συναλλάγματος δημιούργησε ένα κύμα πανικού στην Ελλάδα λόγω της στενής σύνδεσης της δραχμής με τη στερλίνα (χρυσή λίρα).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καθησυχαστικός και σε μήνυμά του προς τους Ελληνες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, δήλωσε: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως».
Ομως εντός ολίγων ημερών πριν το διάγγελμα Βενιζέλου είχε αποσυρθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος συνάλλαγμα ύψους 3.419.301 χρυσών δολαρίων.
Στις 28 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση δημοσίευσε τον Α. Νόμο «Περί προστασίας του εθνικού νομίσματος» που έδειχνε ότι προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Ο Α.Ν. ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αγορά και η πώληση χρυσού, χρυσών νομισμάτων, εξωτερικού συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων θα ασκείτο μονοπωλιακά από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα ή ξένα νομίσματα δεν θα αποδίδονταν παρά μόνο μετατρεπόμενα σε δραχμές.
Μερικές μέρες αργότερα δημοσιεύθηκε και νέος νόμος που απαγόρευε την εξαγωγή τόσο χρηματογράφων, τοκομεριδίων, τραπεζογραμματίων όσο και δραχμών, χωρίς άδεια της Τραπέζης της Ελλάδος. Γενικότερα ελήφθησαν σοβαρά μέτρα για τη διατήρηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας.
Στην όλη υπόθεση επέδρασε αρνητικά στον ψυχολογικό τομέα και η παραίτηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρου Διομήδη.
Τον Δεκέμβριο του 1931 ένας άλλος τραπεζίτης, ο παλιός διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Δημήτριος Μάξιμος, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη που διαδέχθηκε αργότερα τον Βενιζέλο, πρότεινε την άμεση αντιμετώπιση των κινδύνων της οικονομικής κρίσης που οδηγούσαν στην εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, με την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των σε χρυσό δανείων. Ο Μάξιμος πρότεινε την εξόφληση των ελλήνων κατόχων ομολόγων σε χρυσό του Δημοσίου με δραχμές, ενώ στους αντίστοιχους ξένους κατόχους να δοθούν νέα τοκοφόρα ομόλογα πληρωτέα στο απώτερο μέλλον.
Ο έλληνας πρωθυπουργός αντιμετώπιζε ως επιβεβλημένη την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των δανείων σε χρυσό.
Το ελληνικό χρέος σε χρυσό επιβάρυνε το ισοζύγιο πληρωμών με ποσό που έφτανε περί τα 9 εκατομμύρια χρυσές λίρες και ισοδυναμούσε στο 43% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του έτους 1931-1932.
Η Ελλάδα είχε άμεση ανάγκη ενός νέου δανείου που θα εχρησιμοποιείτο για την παραγωγική ανάπτυξη. Υπήρχε η πεποίθηση ότι μόνο με την ανάπτυξη θα μπορούσε η χώρα να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Στς αρχές του 1932 ο Βενιζέλος επισκέφτηκε τη Ρώμη όπου συναντήθηκε με το Μουσολίνι, όπως και το Λονδίνο και το Παρίσι όπου συναντήθηκε με την αγγλική και γαλλική ηγεσία αντίστοιχα.
Ο Βενιζέλος εξέθεσε στους ξένους συνομιλητές του τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας προτείνοντας πενταετή αναστολή πληρωμής των τοκοχρεολυσίων των εξωτερικών δανείων της χώρας και παράλληλα τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας πρότειναν την ανάθεση στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή του ελληνικού ζητήματος προς εξέτασή του.
Τελικά, η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) ανακοίνωσε ότι κατόπιν υποβολής του ελληνικού αιτήματος αποφάσισε να στείλει στην Αθήνα τον άγγλο τραπεζίτη σερ Οτο Νιμάγερ να μελετήσει την κατάσταση. Το Φεβρουάριο ο Νιμάγερ έφτασε στην Αθήνα όπου έμεινε για δύο εβδομάδες συντάσσοντας σχετική έκθεση για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Την τελική απόφαση για τα αιτήματα της Ελλάδας θα έπαιρνε το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών που συνήλθε τον Απρίλιο στη Γενεύη. Οι Βρετανοί διαμαρτύρονταν για την ελληνική θέση αναστολής των πληρωμών.
Στο μεταξύ ο Βενιζέλος έκανε προσπάθεια σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης, που όμως απορρίφθηκε από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π. Τσαλδάρη.
Η τελική απόφαση του Συμβουλίου της ΚΤΕ για το ελληνικό αίτημα υπήρξε αρνητική.
Το πρόβλημα της αναστολής καταβολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ξένων ομολογιούχων-δανειστών.
Για το αίτημα της Ελλάδας να της χορηγηθεί ένα νέο δάνειο, το Συμβούλιο δεν έδινε καμία απάντηση. Προφανώς, ήταν αρνητική. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν το επέτρεπε.
Το Συμβούλιο επίσης σιώπησε για το ελληνικό αίτημα όπως ανασταλεί η εξόφληση των οφειλομένων τοκομεριδίων της 1ης Μαΐου ύψους 500.000 χρυσών λιρών. Η απόφαση του Συμβουλίου έκανε αποδεκτή την πρόταση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚΤΕ για αναστολή της πληρωμής των χρεολυσίων των ελληνικών εξωτερικών δανείων, υπό τον όρο ότι το χρεωστούμενο ποσό θα κατατεθεί σε δραχμές σε λογαριασμό δεσμευτικό της Τραπέζης της Ελλάδος.
Στις 15 Απριλίου ο Βενιζέλος αποφάσισε -λόγω πραγματικής οικονομικής αδυναμίας- να κηρυχτεί προσωρινό χρεοστάσιο που θα ίσχυε από 1ης Μαΐου 1932. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας είχαν εξαντληθεί. Η Ελλάδα είχε κηρύξει πτώχευση, που υπήρξε η τελευταία μέχρι στιγμής. Αλλά σχετικά σύντομα, το 1935, το ελληνικό κράτος άρχισε την αποπληρωμή και πάλι του δημόσιου χρέους.
ΠΗΓΗ
Ο Φοίβος Οικονομίδης σ΄ ένα κείμενο που είχε δημοσιεύσει η Ελευθεροτυπία, εξηγούσε με σαφήνεια τι συνέβη το 1932, επί ημερών Ελευθερίου Βενιζέλου:
Περί τα μέσα Οκτωβρίου του 1929 η Γουόλ Στριτ στη Νέα Υόρκη άρχισε να κλονίζεται για τα καλά.
Οι αξίες των μετοχών υπέστησαν κάθετη πτώση στο χρηματιστήριο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να απλώνεται και οι συνέπειές της δεν άργησαν να φανούν και στην Ελλάδα. Πρωθυπουργός εκείνης της περιόδου ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε επανέλθει στην εξουσία το 1928.
Η οικονομική κρίση μειώνοντας το εισόδημα των αμερικανών και ευρωπαίων πολιτών είχε αρνητικές συνέπειες στις ελληνικές εξαγωγές, που ήταν κατά κύριο λόγο ο καπνός, το ελαιόλαδο και η σταφίδα. Λόγω της κρίσης μειώθηκε η ναυτιλιακή δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, μειώθηκε το συνάλλαγμα που έστελναν οι έλληνες ναυτικοί στις οικογένειές τους. Το ίδιο συνέβη και με το μεταναστευτικό συνάλλαγμα που έφτανε στην Ελλάδα από τους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που πρώτες είχαν πληγεί από την κρίση. Σε μια εποχή όπου το μεταναστευτικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα εξισορροπούσαν το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών.
Αν και η κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, που με βάση το πρωτόκολλο του 1927 επέβλεπε τις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις, σε έκθεσή της του Μαΐου του 1930 έγραφε σχετικά: «Η επιτροπή υπήρξεν ευτυχής διαπιστούσα ότι η οικονομική καχεξία ήτις εγένετο αισθητή και εν Ελλάδι όπως εις πάσαν άλλην χώραν, δεν επηρέασε την ισχυράν θέσιν της Εκδοτικής Τραπέζης της Ελλάδος. Αντιθέτως, διαγράφεται σαφής βελτίωσις από του δευτέρου ημίσεως του Φεβρουαρίου 1930».
Ολα έδειχναν να προχωρούν σχετικά καλά και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα περνούσε την κρίση με μικρές απώλειες αν η Μεγάλη Βρετανία δεν εγκατέλειπε το χρυσό κανόνα. Η εγκατάλειψη από τη Βρετανία του κανόνα χρυσού συναλλάγματος δημιούργησε ένα κύμα πανικού στην Ελλάδα λόγω της στενής σύνδεσης της δραχμής με τη στερλίνα (χρυσή λίρα).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καθησυχαστικός και σε μήνυμά του προς τους Ελληνες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, δήλωσε: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως».
Ομως εντός ολίγων ημερών πριν το διάγγελμα Βενιζέλου είχε αποσυρθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος συνάλλαγμα ύψους 3.419.301 χρυσών δολαρίων.
Στις 28 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση δημοσίευσε τον Α. Νόμο «Περί προστασίας του εθνικού νομίσματος» που έδειχνε ότι προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Ο Α.Ν. ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αγορά και η πώληση χρυσού, χρυσών νομισμάτων, εξωτερικού συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων θα ασκείτο μονοπωλιακά από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα ή ξένα νομίσματα δεν θα αποδίδονταν παρά μόνο μετατρεπόμενα σε δραχμές.
Μερικές μέρες αργότερα δημοσιεύθηκε και νέος νόμος που απαγόρευε την εξαγωγή τόσο χρηματογράφων, τοκομεριδίων, τραπεζογραμματίων όσο και δραχμών, χωρίς άδεια της Τραπέζης της Ελλάδος. Γενικότερα ελήφθησαν σοβαρά μέτρα για τη διατήρηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας.
Στην όλη υπόθεση επέδρασε αρνητικά στον ψυχολογικό τομέα και η παραίτηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρου Διομήδη.
Τον Δεκέμβριο του 1931 ένας άλλος τραπεζίτης, ο παλιός διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Δημήτριος Μάξιμος, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη που διαδέχθηκε αργότερα τον Βενιζέλο, πρότεινε την άμεση αντιμετώπιση των κινδύνων της οικονομικής κρίσης που οδηγούσαν στην εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, με την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των σε χρυσό δανείων. Ο Μάξιμος πρότεινε την εξόφληση των ελλήνων κατόχων ομολόγων σε χρυσό του Δημοσίου με δραχμές, ενώ στους αντίστοιχους ξένους κατόχους να δοθούν νέα τοκοφόρα ομόλογα πληρωτέα στο απώτερο μέλλον.
Ο έλληνας πρωθυπουργός αντιμετώπιζε ως επιβεβλημένη την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των δανείων σε χρυσό.
Το ελληνικό χρέος σε χρυσό επιβάρυνε το ισοζύγιο πληρωμών με ποσό που έφτανε περί τα 9 εκατομμύρια χρυσές λίρες και ισοδυναμούσε στο 43% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του έτους 1931-1932.
Η Ελλάδα είχε άμεση ανάγκη ενός νέου δανείου που θα εχρησιμοποιείτο για την παραγωγική ανάπτυξη. Υπήρχε η πεποίθηση ότι μόνο με την ανάπτυξη θα μπορούσε η χώρα να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Στς αρχές του 1932 ο Βενιζέλος επισκέφτηκε τη Ρώμη όπου συναντήθηκε με το Μουσολίνι, όπως και το Λονδίνο και το Παρίσι όπου συναντήθηκε με την αγγλική και γαλλική ηγεσία αντίστοιχα.
Ο Βενιζέλος εξέθεσε στους ξένους συνομιλητές του τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας προτείνοντας πενταετή αναστολή πληρωμής των τοκοχρεολυσίων των εξωτερικών δανείων της χώρας και παράλληλα τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας πρότειναν την ανάθεση στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή του ελληνικού ζητήματος προς εξέτασή του.
Τελικά, η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) ανακοίνωσε ότι κατόπιν υποβολής του ελληνικού αιτήματος αποφάσισε να στείλει στην Αθήνα τον άγγλο τραπεζίτη σερ Οτο Νιμάγερ να μελετήσει την κατάσταση. Το Φεβρουάριο ο Νιμάγερ έφτασε στην Αθήνα όπου έμεινε για δύο εβδομάδες συντάσσοντας σχετική έκθεση για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Την τελική απόφαση για τα αιτήματα της Ελλάδας θα έπαιρνε το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών που συνήλθε τον Απρίλιο στη Γενεύη. Οι Βρετανοί διαμαρτύρονταν για την ελληνική θέση αναστολής των πληρωμών.
Στο μεταξύ ο Βενιζέλος έκανε προσπάθεια σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης, που όμως απορρίφθηκε από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π. Τσαλδάρη.
Η τελική απόφαση του Συμβουλίου της ΚΤΕ για το ελληνικό αίτημα υπήρξε αρνητική.
Το πρόβλημα της αναστολής καταβολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ξένων ομολογιούχων-δανειστών.
Για το αίτημα της Ελλάδας να της χορηγηθεί ένα νέο δάνειο, το Συμβούλιο δεν έδινε καμία απάντηση. Προφανώς, ήταν αρνητική. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν το επέτρεπε.
Το Συμβούλιο επίσης σιώπησε για το ελληνικό αίτημα όπως ανασταλεί η εξόφληση των οφειλομένων τοκομεριδίων της 1ης Μαΐου ύψους 500.000 χρυσών λιρών. Η απόφαση του Συμβουλίου έκανε αποδεκτή την πρόταση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚΤΕ για αναστολή της πληρωμής των χρεολυσίων των ελληνικών εξωτερικών δανείων, υπό τον όρο ότι το χρεωστούμενο ποσό θα κατατεθεί σε δραχμές σε λογαριασμό δεσμευτικό της Τραπέζης της Ελλάδος.
Στις 15 Απριλίου ο Βενιζέλος αποφάσισε -λόγω πραγματικής οικονομικής αδυναμίας- να κηρυχτεί προσωρινό χρεοστάσιο που θα ίσχυε από 1ης Μαΐου 1932. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας είχαν εξαντληθεί. Η Ελλάδα είχε κηρύξει πτώχευση, που υπήρξε η τελευταία μέχρι στιγμής. Αλλά σχετικά σύντομα, το 1935, το ελληνικό κράτος άρχισε την αποπληρωμή και πάλι του δημόσιου χρέους.
ΠΗΓΗ
COMMENTS