Η σύγχρονη μορφή του βαμπίρ έχει μορφοποιηθεί σε ένα ανίερο ον, που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου σε μια λανθάνουσα μορφή ύπαρξης. Μπορεί κάποτε να ήταν άνθρωπος, αλλά δεν ανήκει πλέον στον φυσικό κόσμο των ζωντανών και γι’ αυτό, για να επιβιώνει, χρειάζεται να τρέφεται με την ζωτική τους ενέργεια, η οποία μεταφέρεται μέσω του αίματός τους. Δεν έχει ψυχή και ούτε είδωλο στον καθρέπτη, καθώς σε κάποιες παραδόσεις ο καθρέπτης αντανακλά, εκτός από την εικόνα, και την ψυχή του καθρεπτισμένου ατόμου. Μισεί το φως της ημέρας και έτσι, κατά την διάρκειά της, φροντίζει να κρύβεται ή να κοιμάται, συνήθως μέσα σε κάποιο φέρετρο ή σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. Κατά τ’ άλλα, είναι ύποπτα ευγενικός και θανατηφόρα ελκυστικός, με βλέμμα που μπορεί να υπνωτίζει και να υποβάλλει. Είναι ένα πλάσμα της εξαπάτησης και της διαφθοράς.Απόρροια της προβληματικής σχετικά με την μεταθανάτια ύπαρξη ή του φόβου για άλλες μορφές ύπαρξης που πιθανότατα κρύβει το σκοτάδι και η νύχτα, τα βαμπίρ ή βρικόλακες παρουσιάζουν μια εντυπωσιακά επίμονη παρουσία μέσα στις μυθολογίες, στις παραδόσεις και στις θρησκείες. Τα συναντάμε διαφορετικές εποχές και υπό το πρίσμα διαφορετικών κοινωνικών αντιλήψεων, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως έχουν αντικαταστήσει τα φαντάσματα της παλιάς εποχής.
Στις απαρχές των μύθων
Στην θρησκευτική παράδοση, το πρώτο βαμπίρ θεωρείται ότι ήταν η Λίλιθ. Σύμφωνα με ένα εβραϊκό μύθο, αυτή ήταν η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, ενωμένη μαζί του πλάτη με πλάτη. Όταν ο Θεός τους χώρισε, εκείνη πήγε και συνευρέθηκε με τον διάβολο, με αποτέλεσμα να αποκτήσει διαβολική μορφή. Στην συνέχεια, όταν ο Αδάμ και η Εύα εξορίστηκαν στην γη, η Λίλιθ … λύσσαξε από το κακό της και άρχισε να σκοτώνει τους ανθρώπους ρουφώντας την ζωτική τους ενέργεια, εκδικούμενη έτσι τον Αδάμ.
Στην ελληνική μυθολογία ως πρώτα βαμπίρ θεωρούνται οι Λάμιες. Αρχικά, η Λάμια ήταν μια όμορφη βασίλισσα της Λιβύης που είχε την ατυχία να γίνει ερωμένη του Δία. Το παιδί που γεννήθηκε από την ένωσή τους κλάπηκε από την θυμωμένη Ήρα και έτσι η νεαρή βασίλισσα, θρηνώντας, αυτοεξορίστηκε και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στην θάλασσα. Τα χρόνια πέρασαν και η Λάμια ασχήμυνε. Ο ασίγαστος πόνος, η τρέλα και η απουσία φωτός, την μεταμόρφωσαν σε μία μοχθηρή μέγαιρα, που σερνόταν τα βράδια έξω από την σπηλιά της, έκλεβε νεογέννητα μωρά και τα έτρωγε. Με το πέρασμα των χρόνων, οι προτιμήσεις της επεκτάθηκαν στην αποπλάνηση νεαρών αντρών που τους σκότωνε πίνοντας το αίμα τους.

Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι πεποιθήσεις που είχαν ορισμένες φυλές της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης (και μάλιστα μέχρι τους τελευταίους αιώνες). Πριν αναχωρήσει ο νεκρός από το σπίτι, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω του τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως «κύκλωση» με την οποία προσπαθούσαν να «κλειδώσουν» το σώμα στον κάτω κόσμο. Έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν την σπονδυλική στήλη του νεκρού, για να αποτρέψουν την μετακίνησή του, ενώ άλλες φορές προχωρούσαν στον ακρωτηριασμό του σώματος.
Η γέννηση του Δράκουλα
Στην νεότερη εποχή, οι βρικόλακες εμφανίζονται κυρίως μέσα σε λογοτεχνικά έργα, καθώς πολλοί από τους συγγραφείς του γοτθικού μυθιστορήματος και του Ρομαντισμού ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα. Οι συγγραφείς ανακάλυψαν σε αυτές τις σαγηνευτικές μορφές τους απόλυτους εκφραστές του γοτθικού κλίματος ερωτισμού, μυστηρίου και τρόμου που ήθελαν να καλλιεργήσουν.

Στο «Μέλμοθ, ο περιπλανώμενος» (1920), που δημοσιεύτηκε από τον εκκεντρικό ιρλανδό ιερέα Ρόμπερτ Ματσούριν, ο ήρωας είναι μια συγχώνευση περιπλανώμενου ιουδαίου και βυρωνικού βρικόλακα. Στην Γαλλία, ο Θεόφιλος Γκωτιέ έγραψε την «Νεκρή Ερωμένη» (1936), όπου η πρώην εταίρα και μετέπειτα κληρονόμος ενός παλατιού, η Κλαριμόντ, αποτελεί μια από τις πιο γοητευτικές γυναίκες βρικόλακες που ερωτεύεται έναν ιερέα. Την ίδια περίοδο ο Αλεξέι Τολστόι στην Ρωσία δημοσιεύει την νουβέλα «Βαμπίρ» (ή «Ουμπίρ», όπως είναι στα σλαβικά), όπου εξιστορεί τις περιπέτειες μια ομάδας βρικολάκων που ανήκουν στην αριστοκρατική τάξη της χώρας.
Ωστόσο, είναι ο δουβλινέζος συγγραφέας Τζόζεφ Λε Φανού που με το μικρό του μυθιστόρημα «Καρμίλλα», έγραψε μία από τις σημαντικότερες ιστορίες βρικολάκων. Η ηρωίδα Λάουρα δέχεται στον πύργο του πατέρα της μια παράξενη κοπέλα, την Καρμίλλα, και γίνονται στενές φίλες. Στην συνέχεια, η Λάουρα αρχίζει να έχει την αίσθηση πως έβλεπε την Καρμίλλα στους παιδικούς της εφιάλτες. Δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ρομαντικής φρίκης από την σχεδόν λεσβιακή σχέση ανάμεσα στις δύο κοπέλες, ώσπου η Καρμίλλα αποδεικνύεται πως είναι η νεκρή κόμισσα Μιρκάλλα, που το πτώμα της έχει τα χαρακτηριστικά ενός βαμπίρ. Ήταν το μυθιστόρημα του Λε Φανού που διάβασε ο Μπραμ Στόουκερ, επηρεάστηκε καθοριστικά από αυτό, και αποφάσισε να γράψει την δική του ιστορία για βρικόλακα.

Αποφασιστική στιγμή, όμως, με την οποία αρχίζει να παίρνει μορφή η ιστορία του Μπραμ Στόουκερ είναι η συνάντησή του με τον Ούγγρο μελετητή Αρμίνιους Βάμπερυ. Ο δρ. Βάμπερυ ήταν πασίγνωστος από την Ιστορία της Ουγγαρίας και από τα κείμενα για τα ταξίδια του στην κεντρική Ευρώπη. Οι δύο άντρες δείπνησαν μαζί και στην διάρκεια της συζήτησής τους, ο Στόουκερ εντυπωσιάστηκε από τις ιστορίες του καθηγητή για τον Δράκουλα «τον παλουκωτή». Έτσι, του ζήτησε περισσότερα στοιχεία για αυτόν τον περιβόητο ηγεμόνα του 15ου αιώνα και την χώρα που έζησε.
Σύμφωνα με τον ρουμανικό θρύλο, «στην Βλαχία, ο Βλάντ ο 5ος, ο γιος του Βλάντ του Διαβόλου, άνοιξε τον δρόμο για το θρόνο, με σπάθα στο χέρι, και τον κράτησε με τον τρόμο και την τυραννία. Ο Βλάντ ήταν φτιαγμένος για τον ρόλο που έπαιξε. Μισούσε τους ξένους, μισούσε τους Βογιάρους, μισούσε τον λαό! Έσφαζε, παλούκωνε, σκότωνε χωρίς διάκριση για την δική του ασφάλεια και ευχαρίστηση». Στον θρύλο αυτό, ο Βλάντ αναφέρεται ως «der streng a tyrannisch mannDracula».
Στην συνέχεια, αναζητώντας υλικό για την Τρανσυλβανία ο Στόουκερ μάζεψε όλους τους οδηγούς και τους χάρτες που μπορούσε να βρει. Η Τρανσυλβανία ήταν μια απόμακρη, χιμαιρική χώρα στα μάτια των περισσότερων δυτικοευρωπαίων, μια χώρα «πέρα από τα δάση», εκεί όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Επίσης, ερεύνησε τις λαϊκές ιστορίες σχετικά με τον Δράκουλα. Έτσι, έχοντας πλέον το υλικό και το σκηνικό για την ιστορία του, ο Στόουκερ δημιούργησε το περίφημο μυθιστόρημά του, καθιερώνοντας και επιβάλλοντας στην συλλογική φαντασία την σκοτεινή, φρικώδη μορφή του κόμη Δράκουλα, του αιμοδιψούς βρικόλακα που επιχειρεί να εξαπλώσει την βαμπιρική κατάρα σε ολόκληρη την Αγγλία.
Ο Στόουκερ βρήκε στην Καρμίλλα τα βασικά συστατικά των βαμπιρικών χαρακτηριστικών και, γοητευμένος, άρχισε να ερευνά σοβαρά την μυθολογία των βρικολάκων. Σε μια επίσκεψή του στο Λονδίνο θα συναντήσει τον σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον, τον επιφανή μελετητή της Ανατολής. Ο Μπάρτον είχε μεταφράσει στα αγγλικά τις Αραβικές Νύχτες, όπου υπάρχει μια ιστορία βρικολάκων, και περίπου 11 ιστορίες για βρικόλακες από ινδικές πηγές. Όπως έγραψε στις αναμνήσεις του, ο Στόουκερ δεν εντυπωσιάστηκε μόνο από τις διηγήσεις του Μπάρτον αλλά και από την εμφάνισή του, ιδιαίτερα από τους κυνόδοντές του.
Τα βαμπίρ είναι παντοτινά

Ο βρικόλακας παραμένει (μαζί με τα φαντάσματα) το πιο παλιό πλάσμα του υπερφυσικού, που μπορεί και ασκεί ακόμη την μεγαλύτερη επιρροή, ίσως επειδή ο άνθρωπος, όσο μοντέρνος και ορθολογιστής και αν θέλει να θεωρείται, διατηρεί ακόμη στα μύχια της ψυχής του τους ίδιους φόβους και τις ίδιες αγωνίες. Και πάντα θα αναζητά μια εικόνα που θα αντανακλά την υπέρβαση των κανόνων τόσο της κοινωνίας όσο της φύσης.