ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ.
ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Μέρος 1ο)
ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ Ν.ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Οι θολωτοί τάφοι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορα στη Μεσσηνία, που θεωρείται «η πατρίδα του θολωτού τάφου», πριν εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη Μεσσηνία υπάρχουν οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι όλης της Ελλάδας, που χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και εδώ συναντάται όλη η αλυσίδα της αρχιτεκτονικής τους εξέλιξης ως το 1200 π.Χ., οπότε έπαψε η κατασκευή των πολυτελών μνημείων. Πρόσφατες αρχιτεκτονικές μελέτες και φωτογραφικές αποτυπώσεις της κατάστασης και της παθολογίας των 33 θολωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν υπάρχουν.
Σε αρκετούς, η εικόνα που υπάρχει είναι αποσπασματική και χρειάζονται πρόσθετες ανασκαφές. Είναι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, από τέλεια αρμοσμένες στρώσεις πελεκητών λίθων χωρίς συνδετικό υλικό και κλείνουν με μια πλάκα, το «κλειδί». Οι μικροί δεν ξεπερνούν σε διάμετρο και ύψος τα 4-6 μ. και άλλοι φθάνουν τα 14 μ. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς θεωρούνται: ο θολωτός τάφος στην Πύλο, στο όρος Μάλθη (Βασιλικό)που είναι ο πιο καλοδιατηρημένος της Ελλάδας, οι 4 Θολωτοί Τάφοι στην Περιστεριά που χαρακτηρίζονται ως οι «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» (στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, είδη καθημερινής χρήσης κ.ά.), αυτός της Άνθειας, ο θολωτός τάφος του διαδόχου του Νέστορα Θρασυμήδη στη Βοϊδοκοιλιά, οι 2 θολωτοί τάφοι στον Εγκλιανό κι ο παλαιότερος της ηπειρωτικής χώρας στην τοποθεσία «Οσμάναγα», του Κορυφασίου.
1909: Ανασκαφή του στομίου του Θολωτού Τάφου 1 στη Βιγλίτσα Τραγάνας από τον Ανδρέα Σκιά (1861-1922). Το στόμιο αρχικά εκλαμβάνεται ως αυτοτελής τάφος.
1912: Ανασκαφή της θόλου του Θολωτού Τάφου 1 Τραγάνας από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη (1872-1945).
1926: Ανασκαφή του κυκλικού θαλάμου του Θολωτού Τάφου του Οσμάναγα (Κορυφασίου) από τον Κ. Κουρουνιώτη.
1939 (4 Απριλίου); Εναρξη των ανασκαφών στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού από τον Κ. Κουρουνιώτη και τον Carl W. Blegen
(1887-1971), με βοηθό τον William MacDonald. Αποκαλύπτονται τμήματα ανακτόρου, το οποίο οι ανασκαφείς ταυτίζουν αμέσως με το ανάκτορο του Ομηρικού Νέστορα. Έρχονται στο φως και εκατοντάδες πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β (Μυκηναϊκής) Γραφής από το αρχείο του ανακτόρου. Ανασκάπτεται, επίσης, ο θολωτός τάφος του Κάτω Εγκλιανού (Θολ. Τάφος III) από την Elizabeth Pierce Blegen.
1951, 1955, 1958: Πρώτες δημοσιεύσεις, από τον Καθηγ. Emmett L. Bennett, των πινακίδων της Γραμμικής Β από το ανάκτορο του Εγκλιανού.
1952; Αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β Γραφής από τον Michael Ventris.
(1922-1956). Η γλώσσα των κειμένων των πινακίδων αποδεικνύεται Ελληνική (μία αρχαϊκή μορφή της Ελληνικής). Επιβεβαιώνεται οριστικά η ελληνικότητα των δημιουργών του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
1954: Δημοσίευση, από τον Carl Blegen, του μεγαλυτέρου μέρους της κεραμικής από το Θολωτό Τάφο του Οσμάναγα (Κορυφασίου). Επισημαίνεται, για πρώτη φορά, η πρωιμότητα του τάφου και η σημασία του, αν και δεν προβάλλονται τα Μινωικά στοιχεία της κεραμικής του.
1952-66, 1969; Περίοδος συστηματικών ανασκαφών της αποστολής του Πανεπιστημίου του Cincinnati υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen στο λόφο του Εγκλιανού και στην αμέσως γειτονική περιοχή, με τη συμμετοχή πολλών αρχαιολόγων και άλλων ειδικών, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων (Δ.Ρ. Θεοχάρη, Ι. Τραυλού, Δρος Γ. Παπαθανασοπούλου). Κατά την περίοδο αυτή επιτυγχάνεται η πλήρης ανασκαφή του Ανακτόρου του Νέστορος, ερευνώνται άλλα τμήματα του λόφου, γίνονται δοκιμαστικές τομές στην έκταση της λεγόμενης Κάτω Πόλης, ενώ ανασκάπτονται δύο ακόμη Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι (Θολωτός Τάφος IV και Θολωτός Τάφος Βαγενά) καθώς και σειρά θαλαμοειδών, σε κοντινά σημεία γύρω από το λόφο.
1952-67: Περίοδος ανασκαφών του Σπυρίδωνος Μαρινάτου (1901-1974) ανά την Πυλία και την Τριφυλία (υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας), με κύριο στόχο τη διερεύνηση της Ομηρικής-Μυκηναϊκής τοπογραφίας της Μεσσηνίας. Εντός της μείζονος περιοχής της Μυκηναϊκής Πύλου, η ανασκαφική του δράση αναπτύσσεται στα Βολιμίδια, στον Αϊ-Λιά και στην Καταβόθρα Χώρας, στο Μυρσινοχώριον (Ροότση), στην Τραγάνα, στη Βοϊδοκοιλιά και στο αρχαίο Κορυφάσιο. Μαζί με τις προηγούμενες ανακαλύψεις του Κουρουνιώτη και του Blegen και τις επισημάνσεις των Καθηγ. William MacDonald και Richard Hope Simpson, 01 θέσεις που εντόπισε και ανάσκαψε ο Μαρινάτος, από την επιβλητική ακρόπολη της Περιστεριάς κοντά στην Κυπαρισσία έως τον μεμονωμένο θολωτό τάφο του Χαροκοπειού κοντά στην Κορώνη, συνθέτουν τον πρώτο χάρτη της Μυκηναϊκής Μεσσηνίας.
1966: Έκδοση του πρώτου τόμου της τελικής δημοσίευσης των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ Ι), από τον Carl Blegen και την Marion Rawson. Η δημοσίευση περιλαμβάνει την εξέταση των κτηρίων του ανακτόρου και των περιεχομένων τους, καθώς και πλήρη ανάλυση της κεραμικής που βρέθηκε στις αποθήκες και στα άλλα διαμερίσματά του.
Στην κεραμεική αναγνωρίζονται 80 διαφορετικά σχήματα αγγείων και παραλλαγές .
1967: Εμφάνιση της τρίτης βελτιωμένης έκδοσης του Οδηγού του Ανακτόρου του Νέστορος από τον Carl Blegen και την Marion Rawson.
1967-68: Δημιουργείται το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, ως μόνιμη στέγη των πολυπληθών Μυκηναϊκών, κυρίως, ευρημάτων από τις ανασκαφές του Blegen στον Εγκλιανό και του Μαρινάτου στην ευρύτερη περιοχή.
1969; Έκδοση του δευτέρου τόμου της δημοσίευσης των ανασκαφών του Εγκλιανού (ΡΝ Π) από την Καθηγ. Mabel Lang, στον οποίον παρουσιάζονται και συζητούνται διεξοδικώς οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν πολλά από τα διαμερίσματα του Ανακτόρου του Νέστορος.
1971-72: Ανασκαφή και πρώτη δημοσίευση από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (Θ. Καράγιωργα) δύο θαλαμοειδών τάφων της ομάδος Κεφαλόβρυσου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας. (Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ερευνάται από την ίδια Εφορεία και άλλος τάφος στα Βολιμίδια, ο τάφος του οικοπέδου Ρήγα).
1972: Δημοσίευση από τους Καθηγ. William MacDonald και George Rapp των αποτελεσμάτων των πολυετών επιφανειακών και άλλων ερευνών της αποστολής του Πανεπιστημίου της Minnesota στη Μεσσηνία (ΜΜΕ).
1973: Επανάληψη των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε θέσεις της Πυλίας και της Τριφυλίας και έναρξη προγράμματος δημοσιεύσεως των παλαιών ανασκαφών του Σπ. Μαρινάτου υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Γεωργίου Σ. Κορρέ. Ανασκαφές, συστηματικού ή συμπληρωματικού χαρακτήρα, έχουν έως σήμερα (1994) διεξαχθεί από τον Γ. Κορρέ σε διάφορες θέσεις στη Μεσσηνία (Γουβαλάρη-Κουκουνάρα, Φυτιές, Καμίνια Κρεμμυδιών, Αγ. Ιωάννη Παπουλίων, Βοϊδοκοιλιά, Σπήλαιο Νέστορος, Βιγλίτσα Τραγάνας, Ρουτση Μυρσινοχωρίου και Περιστέρια Κυπαρισσίας).
1973: Έκδοση του τρίτου τόμου της οριστικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ III) από τον Carl Blegen, τον Λόρδο William Taylour (1904-1989) και τους συνεργάτες τους. Στον τόμο αυτό, εκτός των άλλων, δημοσιεύονται οι Μυκηναϊκοί θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι γύρω από τον ανακτορικό λόφο.
1980: Διοργάνωση από τον F. Κορρέ στην Αθήνα (8-11 Δεκεμβρίου) του Πρώτου Διεθνούς Μυκηναιολογικού Συνεδρίου με θέμα "Προμυκηναϊκή και Μυκηναϊκή Πύλος".
1984: Σύγκληση από τον Καθηγ. Thomas G. Palaima στο Fordham University της Νέας Υόρκης (Lincoln Center, 4-5 Μαίου) Διεθνούς Συμποσίου με θέμα "Η Πύλος ζωντανεύει εκ νέου: Βιοτεχνία και διοίκηση σε ένα Μυκηναϊκό ανάκτορο".
1985: Δημοσίευση του έργου της Καθηγ. C.W. Shelmerdine για την ακμάζουσα βιοτεχνία αρωματικών ελαίων στη Μυκηναϊκή Πύλο.
1987: Δημοσίευση του έργου του Δρος Γ. Λώλου για την Πρωτομυκηναϊκή κεραμική της Μεσσηνίας.
1990: Έναρξη προγράμματος λεπτομερούς αρχιτεκτονικής αποτύπωσης των κτηρίων του ανακτορικού συγκροτήματος του Εγκλιανού από ομάδα υπό τον Καθηγ. Fred Cooper του Πανεπιστημίου της Minnesota.
1992: Έναρξη εντατικής επιφανειακής εξερεύνησης (survey) τμήματος της Δυτικής Μεσσηνίας, με επίκεντρο τον ανακτορικό λόφο του Εγκλιανού, από Αμερικανική αποστολή (Pylos Regional Archaeological Project) υπό τον Καθηγ. Jack L. Davis του Πανεπιστημίου του Cincinnati.
Εικ. 34. Εγκλιανός, Θαλαμοειδής ΤάφοςΕ-8. Κωνικό ρυτό (ύψους24,4εκ.) της Υστεροελλαδικής ΙΙΑ περιόδου. Μουσείο Χώρας.
ΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Από ανασκαφές στη Βουφράδα. Βρέθηκε στο Μυρσινοχώρι, είναι σφραγιδόλιθος, χρονολογείται το 1450 π.Χ. και παριστάνει δυο πελαργούς που πετούν. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα «Μεσσηνιακά 1968», Μίμη Φερέτου, τόμος Α΄, σελ.180.
Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Σ. Κορρές αναφέρθηκε στην ίδια ομιλία του σε ένα τάφο που έμεινε στη διάρκεια των ανασκαφών χωρίς να ερευνηθεί ολοκληρωτικά. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι κάτω από τα θεμέλια του θόλου του ταφικού θαλάμου υπήρχε άλλος θησαυρός. Στο μέρος αυτό είχε σημειωθεί ανακομιδή ταφής. Κάτω, δηλαδή, από το δάπεδο είχε γίνει προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για επόμενες ταφές. Ο θησαυρός που ανακαλύφθηκε το 1989 σε επαναληπτική ανασκαφή του Γεωργίου Σ. Κορρέ, βρίσκεται στο μουσείο της Χώρας. Δεν έχει όμως εκτεθεί, αλλά παραμείνει στις αποθήκες, αφού η έκθεση του μουσείου έχει χρόνια να ανανεωθεί, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνει τα ευρήματα των νεότερων ανασκαφών.
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη θέση αυτή κατά τα έτη 1956-1957 με επικεφαλής τον Σπ. Μαρινάτο, έφεραν στο φώς δύο Μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους. Συμπληρωματικές έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 από τον καθηγητή Γ. Κορρέ. O θολωτός τάφος Ι, είχε συληθεί, ωστόσο διασώθηκαν κάποια ευρήματα όπως κεραμική, δύο σκεύη από χαλκό, τμήματα από αργυρό σκεύος και μερικά χρυσά κοσμήματα. Αντίθετα, ο θολωτός τάφος ΙΙ αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρέθηκαν άθικτοι.
Από τις πλούσια κτερισμένες ταφές του, ξεχωρίζει ο οπλισμός, αποτελούμενος από ξίφη και δύο μαχαίρια με ένθετη διακόσμηση, οι σφραγιδόλιθοι, τα κοσμήματα, τα αντικείμενα από χρυσό, χαλκό, πολύτιμους λίθους και ελεφαντόδοντο καθώς και η καλής ποιότητας κεραμική. Οι δύο θολωτοί τάφοι χτίστηκαν στις αρχές της Μυκηναϊκής περιόδου (περ.1680 π.Χ) και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως τον 14ο αι. π.Χ. (1400-1300 π.Χ.). Στην περιοχή έχουν βρεθεί επίσης δύο τύμβοι με κιβωτιόσχημους τάφους και ταφές σε πίθους, που ανάγονται στην Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ). Φαίνεται πως στη θέση αυτή είχε αναπτυχθεί ήδη κατά τον 17ο αι. π.Χ. ένας ισχυρός οικισμός η παρακμή του οποίου τοποθετείται αργότερα, στον 13ο αι. π.Χ. Τότε το νέο ισχυρό διοικητικό κέντρο που αναπτύσσεται στο Ανάκτορο του Νέστορος, επιβάλλει την επιρροή του σε όλη την περιοχή, η οποία απαρτίζει πλέον την επικράτειά του.
ΚΑΜΙΝΙΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΝ ΠΥΛΙΑΣ
Ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας-Άνθειας και 11 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας, κατέχει η λοφοσειρά «Ελληνικά», που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης-Καλαμάτας. Παρουσία επιφανειακών ευρημάτων και μνημείων, εντοπισμένων στις αρχές του αιώνα αλλά και αργότερα (Α. Σκιάς, N. Valmin και R. Hope Simpson), κατέδειξε την συνεχή κατοίκηση και σημαντικότητα του χώρου από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σχεδόν τα νεώτερα χρόνια. Από το 1984 μέχρι το 1988, η Ζ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανέσκαψε τον γνωστό από τις επιφανειακές έρευνες των W. MacDonald και R. Hope Simpson (τέλη της δεκαετίας του 1960) «ηγεμονικό» θολωτό μυκηναϊκό τάφο, 600μ. δυτικά της λοφοσειράς, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο (1680-1060 π.Χ.).
Μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων ξεχωρίζουν: χρυσά κοσμήματα, τρία σφραγιστικά χρυσά δακτυλίδια με έγγλυφες παραστάσεις, αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντόδοντο και άλλες πολύτιμες ύλες. Ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τους Γεωμετρικούς (900-700 π.Χ.) και Ελληνιστικούς χρόνους (323-31π.Χ.) για την τέλεση ταφικών τελετών, που συνδέονται με την προγονική λατρεία και την ηρωολατρεία. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
Η ιστορία όλη της Μεσσηνίας δίνει το «παρών» σ’ αυτόν τον όρμο, που διατηρεί σε μετάφραση το ομηρικό της όνομα: Βοός νάπα. Με δύο εκπληκτικούς τύμβους με λίθινους μανδύες εκπροσωπείται η Μεσοελλαδική εποχή (20ός και 19ος αιώνας π.Χ.). Ο ένας έχει κατασκευασθεί πάνω στον πρωτοελλαδικό οικισμό στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς και περιείχε ταφές σε πίθους τοποθετημένους ακτινωτά (ανασκαφή Κορρέ). Ο δεύτερος βρίσκεται κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο λόφο του Αγ. Νικολάου και έχει έλθει στο φως ένα πολύ μικρό τμήμα του από λαθρανασκαφή. Για να γίνει η ανασκαφή του πρέπει να μεταφερθεί, έστω και προσωρινά, το εκκλησάκι.
Ο ΤΥΜΒΟΣ ΤΗΣ ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η διάμετρος του μνημείου ξεπερνούσε τα 5 μ. Λίγο πριν από το 1500 π.Χ., στα πρώτα μυκηναϊκά χρόνια, στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς, οι κάτοικοι της περιοχής άνοιξαν ένα «πηγάδι» στο κέντρο του τύμβου και έφτιαξαν ένα θολωτό τάφο με στόμιο προς νότο και με δάπεδο στρωμένο από στρώμα θαλασσινών χαλικιών. Ο τάφος μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από τον τύμβο και κατά τον καθηγητή Γ. Κορρέ, προδίδει την προέλευση του μνημείου από το προγενέστερο μεσοελλαδικό ταφικό μνημείο. Ο θολωτός τάφος της Μυκηναϊκής περιόδου (1680-1060 π.Χ.) είχε εντοπιστεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα από τον Άγγλο ιστορικό G.B. Grundy, αλλά την πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποίησε κατά τη δεκαετία του 1950 ο Σπ. Μαρινάτος.
ΔΕΝΔΡΩΝ - ΜΙΔΕΑΣ
To μυκηναϊκό νεκροταφείο των Δενδρών εκτείνεται στη ΝΔ πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, δυτικά της μυκηναϊκής Ακρόπολης της Μιδέας. Το ανασκαμμένο τμήμα του περιλαμβάνει ένα θολωτό και 16 θαλαμωτούς τάφους. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν την άνοιξη του 1926 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel W. Persson. Εκείνο το καλοκαίρι ερευνήθηκε ο θολωτός τάφος και την επόμενη χρονιά 3 θαλαμωτοί. Δύο ακόμη τάφοι που εκτείνονται ΒΑ κι έξω από τα όρια του οργανωμένου σήμερα αρχαιολογικού χώρου, ερευνήθηκαν από τον Ν. Μπέρτο, το φθινόπωρο του 1927.
Το 1937 ο Persson ανάσκαψε έναν ακόμη θαλαμωτό τάφο και το 1939 άλλους πέντε. Το 1960 ερευνήθηκε ο περίφημος «τάφος της πανοπλίας» από τον Ν. Βερδελή και δύο ακόμη θαλαμωτοί τάφοι από τον Σουηδό αρχαιολόγο P. Åström. Το 1977 ανασκάφηκαν από την Ε. Πρωτονοταρίου–Δεϊλάκη δύο θαλαμωτοί τάφοι και οι τύμβοι που τους περιβάλλουν. Οι θαλαμωτοί τάφοι είχαν λαξευτεί στο μαλακό πέτρωμα σε πυκνή διάταξη στην πλαγιά του λόφου. Αποτελούνται από τρία τμήματα: το δρόμο, το στόμιο και το θάλαμο.
Οι τάφοι είχαν χρησιμοποιηθεί για πολλαπλές ταφές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σημαντικές πληροφορίες για τις ταφικές τελετουργίες της μυκηναϊκής εποχής μας δίνουν οι ταφές τριών ζευγών ίππων που βρέθηκαν σε γειτνίαση με τους τάφους. Η ανασκαφή τους απέδωσε πολλά και σημαντικά ευρήματα όπως κοσμήματα, σφραγιδόλιθους, όπλα, εργαλεία και σκεύη από χρυσό, άργυρο, χαλκό, αλάβαστρο γυαλί, ελεφαντοστό, φαγεντιανή και ημιπολύτιμους λίθους, καθώς και ενδιαφέροντα δείγματα κεραμικής και ειδωλοπλαστικής, κορυφαίο δε εύρημα αποτελεί η περίφημη πανοπλία. Τα κτερίσματα σε συνδυασμό με τη μνημειακή κατασκευή των τάφων, υποδεικνύουν μια κοινωνία με σύνθετη κοινωνική διάρθρωση.
ΕΓΚΛΙΑΝΟΥ - ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΝΕΣΤΩΡΑ
Κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (1550-1400 π.Χ.) ο Εγκλιανός εξελίσσεται σε μείζον οικιστικό κέντρο της περιοχής. Ο οικισμός της εποχής αυτής επάνω στο λόφο έχει οχυρωματικό περίβολο, με κυρία πόλη στη βόρεια πλευρά, ενώ διαθέτει και κεραμικό κλίβανο για τη μαζική παραγωγή αγγείων. Την πρώιμη ακμή του Εγκλιανού μαρτυρούν και τα πλούσια περιεχόμενα των άμεσα γειτονικών τάφων, κυρίως του Θολωτού Τάφου Βαγενά, του Θολωτού Τάφου IV (Επάνω Εγκλιανού) και του Θαλαμοειδους Τάφου Ε-8.
Eκ. 27. Εγκλιανός, Θαλαμοειδής Τάφος Κ-1. Κάτοψη του θαλάμου με τα υπολείμματα των ταφών και τα αγγεία (κατά Blegen κ.ά. 1973). Κοντά στο μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού υπάρχουν δύο βασιλικοί θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, συλημένοι από την αρχαιότητα.
Ο ένας (Θολωτός τάφος ΙΙΙ), στον Κάτω Εγκλιανό, είναι ορατός δίπλα σε παλαιό αγροτικό οικίσκο, 35 μ. περίπου ΒΔ του δρόμου Χώρας-Πύλου και βρίσκεται 1 χλμ. περίπου ΝΔ του λόφου του Εγκλιανού. Αποκαλύφθηκε το 1939, από την Elizabeth Pierce-Blegen και δημοσιεύθηκε το 1973, από τον Carl Blegen. Ο τάφος φαίνεται ότι κτίσθηκε το α’ ήμισυ του 15ου αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε χρήση, πιθανότατα από τη βασιλική οικογένεια του Εγκλιανού μέχρι και τον 13ο αιώνα π.Χ. Έχει δρόμο μήκους 8,10 μ., είσοδο ύψους 3,10 μ. και ταφικό θάλαμο διαμέτρου 7,66 μ. Σώζεται σε ύψος μόλις 30 εκ. Η θόλος του βρέθηκε πεσμένη και το περιεχόμενο του θαλάμου διαταραγμένο.
Υπολογίζεται ότι θα περιείχε τουλάχιστον 16 νεκρούς. Μέσα σε 6 άθικτες λακκοειδείς ταφές στο δάπεδό του βρέθηκαν μεταξύ άλλων πολύτιμων αντικειμένων, 4 μεγάλοι πίθοι μ’ ένα σκελετό ο καθένας, 22 χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινα σκεύη και πολλά αγγεία. Σήμερα κανένα μέρος του τάφου δεν είναι ορατό καθώς το δάπεδο και οι λακκοειδείς ταφές έχουν καταχωθεί για λόγους προστασίας. Αν και συστηματικά συλημένος, ο τάφος απέδωσε πολλά αξιόλογα ευρήματα που σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα, ένας σφραγιδόλιθος, ψήφοι (χάνδρες) κι άλλα μικροαντικείμενα από φαγεντιανή και υαλόμαζα και κομμάτια σκευών ή άλλων αντικειμένων από ελεφαντόδοντο με σκαλιστή διακόσμηση. Ανάμεσα στα αγγεία του τάφου, υπάρχει και ένας Συρο-παλαιστινιακός αμφορέας του είδους που γνωρίζουμε και από άλλους μυκηναϊκούς τάφους και θέσεις στην Αργολίδα και στην Αττική.
Ο άλλος βασιλικός τάφος (Θολωτός τάφος IV), στον Άνω Εγκλιανό, βρίσκεται σε απόσταση 145 μ. περίπου ΒΑ του Ανακτόρου, 70 μ. περίπου από το λόφο, στην άκρη ενός ελαιώνα. Ερευνήθηκε το 1953 και δημοσιεύθηκε 20 χρόνια αργότερα από τον Λόρδο William Taylor. Η πεσμένη θόλος του αναστηλώθηκε το 1957, από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο δρόμος του έχει μήκος 10,50 μ., το στόμιο του έχει ύψος 4,55 μ. και βάθος 4,62 μ. και η διάμετρος του θαλάμου του είναι 9,35 μ. Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκαν ένας μεγάλος ημικυκλικός λάκκος προορισμένος για ταφές (ανακομιδές) και ένας κτιστός τάφος («σαρκοφάγος»). Υπολογίζεται ότι στο θάλαμο θα είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον 17 άτομα της άρχουσας τάξης, άνδρες και γυναίκες. Ο ταφικός θάλαμος είχε βάναυσα συληθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα και τα πάντα στο εσωτερικό του βρέθηκαν διασκορπισμένα. Ο τάφος κατασκευάσθηκε κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε, αναμφίβολα για διαδοχικές βασιλικές ταφές, σε όλη τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ., ίσως και μέχρι τον 13ο αιώνα π.Χ. Από τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα που διασώθηκαν από τον τάφο και βρίσκονται, τα περισσότερα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μπορούμε να φαντασθούμε τον αρχικό πλούτο του. Περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από χρυσό, ανάμεσα τους 4 χρυσές γλαύκες, 4 σφραγιδόλιθους, μια χρυσή βασιλική σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα εμβληματικού χαρακτήρα, πλήθος ψήφων, κυρίως από αμέθυστο και ένα χρυσό δακτυλίδι με απεικόνιση ιερού κορυφής Μινωικού τύπου.
ΚΟΡΥΦΑΣΙΟ
Εδώ βρίσκονται οι αρχαιότερες μορφές θολωτών τάφων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο θολωτός τάφος στου «Οσμάν αγά» χρονολογείται στα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και δεν είναι ορατός, λόγω της άγριας βλάστησης. Ο σημαντικότατος αυτός θολωτός τάφος, που ερεύνησε ο Κ. Κουρουνιώτης το 1926, βρίσκεται στη θέση Χαρατσάρι, σε απόσταση 10 περίπου λεπτών, νότια του Κορυφασίου (πρώην Οσμάν αγά). Στον τάφο οδηγείται κανείς από μονοπάτι (παράλληλο με σύγχρονη περίφραξη) στα αριστερά του κύριου δρόμου, στην πορεία για την Πύλο, λίγο μετά την παράκαμψη προς Κορυφάσιο και Ίκλαινα. Ο τάφος σώζεται μερικώς και είναι υπόγειος, μεσαίου μεγέθους, με διάμετρο θαλάμου 6 μ. περίπου.
Ο ΘΟΛΟΣ ΣΤΟ ΧΑΡΑΤΣΑΡΙ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΟΥ 1926 ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 17 ΑΙ. ΜΕ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΠΧ
Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους παλαιότερους θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί έως τώρα στη Μεσσηνία και σε όλη την Ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα ο παλαιότερος, κατασκευασμένος στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής ή στη μετάβαση από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική εποχή. Ο τάφος θα πρέπει να συνδεθεί με τους άμεσα γειτονικούς οικισμούς που έχουν εντοπισθεί στις Πόρτες και στο «Μπεϊλέρ-μπέη». Ο κύριος όγκος της κεραμικής που προήλθε από τον τάφο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Περιλαμβάνει δύο ευδιάκριτες κατηγορίες αγγείων: Μια τοπική (Μεσσηνιακή) με αγγεία ύστερης Μεσοελλαδικής εμφάνισης και μια Μινωική με αγγεία πολύ γνωστών Μεσομινωικών ΙΙΙ/Υστερομινωικών Ι-Α τύπων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασικού κεραμικού ρυθμού της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
ΜΑΛΘΗ - ΒΑΣΙΛΙΚΟ –ΟΡΟΣ ΡΑΜΟΒΟΥΝΙ Ή ΛΟΦΟΣ ΜΑΛΘΗ
Η ιστορία των ανασκαφών στο θεωρούμενο αρχαίο Δώριο άρχισε το Πάσχα του 1926 όταν ο τότε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Βυδίσοβα (Κόκλα) Σωτήρης Παπαδόπουλος, ευαίσθητος στα θέματα της τοπικής Ιστορίας, υπόδειξε στο Σουηδό Αρχαιολόγο Ν. Valmin, που ερευνούσε στη Μεσσηνία, την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην κορυφή του λόφου Μάλθη, που βρίσκεται μεταξύ Βασιλικού και Κόκλας, νοτίως του δρόμου για την Κυπαρισσία.
Ο Ν. Valmin, με οδηγό τις περιηγήσεις του Παυσανία ,ταύτισε το ποτάμι Ηλέκτρα με το ρέμα που περνάει δυτικά του Βασιλικού και το ποτάμι Κοίο με το ρέμα που κατεβαίνει από το τωρινό χωριό Μάλθη, για να ενωθεί με το προηγούμενο, πλησίον του οικισμού Ακρόπολις.
Αυτό το ρέμα δέχεται τα νερά μιας πηγής προς τη δυτική πλευρά του λόφου με τις αρχαιότητες που ο Ν. Valmin, θεώρησε ότι είναι η πηγή Αχαΐα του Παυσανία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό και με άλλες ενδείξεις από αρχαία κείμενα και χωρίς να βρεθεί καμιά γραπτή απόδειξη ο Ν. Valmin, υποστήριξε ότι οι αρχαιότητες στην κορυφή του λόφου Μάλθη, σχετίζονται με το αρχαίο Δώριο.
Η άποψη αυτή έχει γίνει μέχρι σήμερα γενικά αποδεκτή. Τα ευρήματα και συμπεράσματα των ανασκαφών καταγράφονται λεπτομερειακά στο βιβλίο-έκθεση του Ν. Valmin,, προς το Πανεπιστήμιο της LUND, που χρηματοδότησε τις έρευνες. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Αγγλικά το 1938 με τίτλο the Swedish Messenian expedition και δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Ελληνικά. Υπάρχει όμως στη Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αθήνα.
Περιληπτικές αναφορές στο έργο του Ν. Valmin, σε συνδυασμό με λεπτομερή σχόλια στα αρχαία κείμενα, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Νικ. Παπαχατζή βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών με τίτλο «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης-Μεσσηνιακά - Ηλειακά» 3ος Τόμος (Εκδοτικής Αθηνών).
Σύμφωνα με τα παραπάνω η κατοίκηση του Λόφου έγινε όχι αργότερα από τη ύστερη Νεολιθική εποχή, που για τη περιοχή αυτή τερματίζεται στα 2500 π.X.
Ακολουθεί η Πρωτοελλαδική εποχή έως το 2200 π.Χ και η Μεσοελλαδική, έως το 1800 π.Χ . Στη Μεσοελλαδική περίοδο είναι γνωστό ότι η Πελοπόννησος οικίστηκε από τους Αχαιούς που βαθμιαία την κατέκλυσαν τον χώρο , άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια, υποτάσσοντας τους πρώτους κατοίκους, τους Πελασγούς.
Οι ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου Mattias Natan Valmin, που ξεκίνησαν στο λόφο της Μάλθης (δυτικά του χωριού Βασιλικό) το 1927 και ολοκληρώθηκαν το 1934, έφεραν στο φως έναν οχυρωμένο οικισμό (ακρόπολη), μήκους 138 μ. και πλάτους 82 μ. Το όνομα Μάλθη, όπως και το κοντινό ομώνυμο χωριό, σημαίνει όρος και πιθανά να προέρχεται από την αλβανική λέξη Malith. Η ακρόπολη της Μάλθης αποτελεί τον μεγαλύτερο και καλύτερα γνωστό έως σήμερα αγροτικό οικισμό της Μεσοελλαδικής εποχής στη Μεσσηνία που άκμασε από το 2050 έως το 1680 π.Χ.
Στην πρώτη αυτή φάση του ήταν ατείχιστη και τα οικοδομήματα είχαν αψιδωτό σχήμα. Ξεχωρίζει στη φάση αυτή ένα μεγάλο (11,35 Χ 5,70 μ.) καμπυλόγραμμο, σχεδόν ωοειδές κτίσμα με δύο εισόδους στο νότιο τμήμα. Αργότερα, στην ώριμη Μεσοελλαδική ΙΙ εποχή απέκτησε οχυρωματικό περίβολο. Τότε εγκαταλείπονται τα αψιδωτά ή καμπυλόγραμμα κτίσματα και κτίζονται τετράπλευρα-ορθογώνια. O μεγάλος οχυρωματικός περίβολος με ολικό ανάπτυγμα 420 μ., χτίστηκε από ακατέργαστους ογκόλιθους, που είχαν τοποθετηθεί στην ανώμαλη βραχώδη περίμετρο του λόφου χωρίς προηγούμενη επίστρωση.
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΔΕΞΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΩΡΙΟ.
Έχει 4 ή 5 στενές διόδους. Οι κύριες πύλες βρίσκονται στα βόρεια και νότια. Ένα μεγάλο τμήμα του τείχους δεν σώζεται: χρησιμοποιήθηκε σαν εκ νέου υλικό ή κατρακύλησε κάτω από το λόφο. Ό,τι έχει απομείνει ποικίλλει σε πάχος από 3,50 μ. ως και 1,60 μ. Σε μερικές σημεία δηλαδή το τείχος αποκτά μεγαλύτερο πάχος ή προεξέχει σχηματίζοντας αιχμηρές προβολές που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως αμυντικοί εξώστες.
Το τείχος περιέκλειε δύο οικιστικά σύνολα: Ένα κεντρικό προς την κορυφή της ακρόπολης, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, με οικίες και βιοτεχνικά εργαστήρια και ένα περιφερειακό με κατοικίες, αποθήκες και στάβλους σε επαφή με τον περίβολο. Τα τείχη της ακρόπολης δεν προστατεύουν τόσο θησαυρούς, όσο κοπάδια και μια γη, που είναι έτοιμη να δεχτεί νέους κατοίκους από Βορρά και Ανατολή. Μέσα στην ακρόπολη, ανάμεσα στις κατοικίες ή κάτω από αυτές, αποκαλύφθηκαν 47 τάφοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι κι ένας ταφικό πίθο με σκελετό παιδιού.
Οι πιο πολλοί από τους τάφους αυτούς είχαν μία ταφή, υπήρχαν όμως και κάποιοι με περισσότερες. Σ’ έναν τάφο μάλιστα βρέθηκαν και τα ίχνη από το σάβανο του νεκρού. Εδώ βρέθηκε ο καλύτερα σωζόμενος θολωτός τάφος, από τον Σουηδό N. Valmin, που προστατεύεται από ξύλινο στέγαστρο. Η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίστηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1680-1060 π.Χ.), οπότε στο κέντρο του οικισμού κατασκευάστηκε μέγαρο, προφανώς έδρα του Μυκηναίου άρχοντα της περιοχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα από την ακρόπολη της «Μάλθης » εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
Εκτός από τους τάφους μέσα στα τείχη, με τα πολύ φτωχά κτερίσματα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρεις θολωτοί τάφοι στους δυτικούς πρόποδες του λόφου. Είναι πιθανότατα οι τάφοι των τοπικών ηγεμόνων του βασιλείου του Νέστορα. Οι τάφοι ήταν ουσιαστικά υπέργειοι κι είχαν σκεπαστεί για να σχηματιστούν τεχνητοί τύμβοι. Έχουν συληθεί από τα αρχαία χρόνια και οι δύο απ’ αυτούς, είναι σχεδόν κατεστραμμένοι. Ο καλύτερα διατηρημένος είναι ο θολωτός τάφος I, που είναι και επισκέψιμος κατασκευαστικά και θυμίζει τους γνωστούς τάφους των Μυκηνών, χωρίς όμως τη γνωστή μεγαλοπρέπεια με τους τεράστιους ογκόλιθους στην είσοδο και τον εντυπωσιακό θόλο. Είναι ο καλύτερα διατηρημένος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας, που διατηρεί ακέραιη τη θόλο του. Ένας «δρόμος» μήκους 13,5 μ. επενδυμένος οδηγεί στην είσοδο. Ο ταφικός θάλαμος έχει διάμετρο 6,85 μ. και ύψος 5,8 μ.. Σήμερα όμως χρειάζεται υποστύλωση, γι’ αυτό και είναι περιφραγμένος και κλειστός για το κοινό. Ο δεύτερος τάφος βορειότερα δεν διασώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Έχει κι αυτός επενδυμένο δρόμο μήκους 12,5 μ., όμως λείπουν το υπέρθυρο και το ανώτερο μέρος του θόλου.
Η λεγόμενη «Αδριατική» κεραμική- Ο Valmin διατύπωσε τη θεωρία ότι τα εγχάρακτα αγγεία της Μάλθης ανήκουν σ' έναν τύπο κεραμικής που ονόμασε Αδριατική, από τα φύλα που - κατά τη θεωρία του - κατοίκησαν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας μέχρι τη Δυτική Πελοπόννησο από τη Νεολιθική έως και τη Μυκηναϊκή εποχή. Η ανεύρεση όμως αυτής της χειροποίητης εγχάρακτης κεραμικής σε ΜΕ και ΥΕ στρώματα στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, στην Περιστεριά και στον Εγκλιανό δείχνει την ταυτόχρονη χρήση της με τη μινυακήκεραμική και αντικρούει τη θεωρία του Valmin.
ΔΙΟΔΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Ο μικρός θολωτός τάφος διαστ υψ. 2 μ διάμετρος 4,20 στην μεσσηνιακή ενδοχώρα ήταν ασύλητος γεγονός που επέτρεψε να χρονολογηθεί η διάρκεια χρήσης την ΥΕ Ι-ΙΙΑ ΕΩΣ ΥΕ ΙΙΙΑ-Β 1500-1400 πΧ. Περιείχε ταφές 12-15 ατόμων με χάλκινα μικροευρήματα τρίωτους πιθαμφορίσκους και ψευδόστομους αμφορείς.
ΚΑΠΛΑΝΙ ΠΥΛΙΑΣ
Μεταξύ των χωριών Καπλάνι και Ζιζάνι στην κορυφή του λόφου Βίγλα ανασκάφηκε θολωτός τάφος διαμέτρου 5 μ και σωζόμενο ύψος 2.50 περίπου κτισμένος με πλακοειδή ντόπια πέτρα. Ο διάδρομος του τάφου 6 μέτρα περίπου είναι επίσης κτιστός με πέτρα. είναι συλημένος από την αρχαιότητα διατήρησε όμως την αδιατάρακτη ταφή 2 νεκρών σε λάκκο στο δάπεδο του θόλου .σε μικρή απόσταση ΝΑ εντοπίστηκε και δεύτερος θολωτός τάφος με τις ίδιες περίπου διαστάσεις .τα γύρω ευρήματα δεν αποκλείουν και ύπαρξη περισσοτέρων στην περιοχή.
Η Κουκουνάρα, 15 χλμ βορειοανατολικά της Πύλου, αποτέλεσε κατά τα μυκηναϊκά χρόνια σημαντικό κέντρο και μια από τις κύριες πόλεις του βασιλείου της Πύλου, με αναφορές στις πινακίδες της Γραμμική Β΄. Στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού Κουκουνάρα εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν επτά θολωτοί τάφοι καθώς και κατάλοιπα οικισμού, που μαρτυρούν μιαν αρκετά διευρυμένη οικιστική εγκατάσταση με μεγάλο πληθυσμό. Η χρήση του χώρου, οικιστική και ταφική ξεκινά ήδη από την Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ.) ως και τους Μυκηναϊκούς χρόνους, οπότε και ερημώνεται εξαιτίας κάποιου καταστροφικού γεγονότος.
Οι θολωτοί τάφοι της Κουκουνάρας ανήκουν στα πρωιμότερα μνημεία αυτού του ταφικού τύπου στην Πελοπόννησο. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε μεγαλύτερους ή μικρότερους θολωτούς τάφους και συνοδεύονταν από πολυτελή ή φτωχά κτερίσματα ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Από τους τάφους προήλθε πληθώρα ευρημάτων όπως χρυσά κοσμήματα, χάλκινα αγγεία και όπλα, λίθινες αιχμές βελών κομμάτια από κράνη με επένδυση από χαυλιόδοντες κάπρου.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑΣ
Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο λόφος με τα κτίσματά του χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β φάσης, ενώ σ’ ένα σημείο του βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά, δηλαδή χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από το μεγάλο θολωτό τάφο 1 (αναστηλωμένο σήμερα).
Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν, από την διπλή ταφή: ένα πυρολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μονωτή κύλικα, και ένα χάλκινο ξίφος τύπου Α, που αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτσι, Εγκλιανού, Νιχωρίων) και από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής.
Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.
Σύγχρονη με τον χρυσοφόρο τάφο (στα ανατολικά), είναι η λεγόμενη Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αποτελείται από πολλούς χώρους, που οι τοίχοι τους σώθηκαν σε ύψος ως και 1 μ., επειδή χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου διπλανού θολωτού τάφου 1. Βασικά, βρέθηκαν αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελλο, τύπου Κεφτί, με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα.
Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (Υστεροελλαδική Ι) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1. Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο βόρειο τμήμα του λόφου: α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου, στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και Αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων.
Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος από τους θολωτούς τάφους του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στη δυτική παρυφή του λόφου. Είναι ο μικρότερος σε μέγεθος, αλλά διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θαλάμου.
Τα ευρήματα και τα στοιχεία πρωιμότητας στην κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη Υστεροελλαδική Ι φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου. Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή.
Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μονωτός κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermyer «κύπελλο τύπου Περιστεριάς», πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση χρυσαλίδων, ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σάρδιου καθώς κι ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο. Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος.
Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την Υστεροελλαδική Ι/ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-ΒΔ τμήμα του «Κύκλου», δηλαδή του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν το δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
Κατά την ίδια Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλαδή χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.
Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική Ι) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α1 φάση, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε κατά το 16ο και το 15ο αιώνα π.Χ. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο. Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους δυνάστες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλαδή άρχουσα τάξη, αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός.
Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.
Στο τέλος της Υστεροελλαδικής Ι και στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2. Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50 μ. ανέρχεται σε 10,60 μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α. Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ήλεκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά. Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-ΝΑ τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (Υστεροελλαδική ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους. Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 Κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες.
Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά με τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της δεν έχει την επίστρωση πηλού που έδινε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή). Ο τάφος δηλαδή είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
Αν και οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων. Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο. Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί. Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β εποχή η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του.
ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ
ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Μέρος 1ο)
Αν σας άρεσε το θέμα κάντε ένα "Like" και κοινοποιήστε το στους Φίλους σας...! ΠΗΓΗ
ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Μέρος 1ο)
Αν σας άρεσε το θέμα κάντε ένα "Like" και κοινοποιήστε το στους Φίλους σας...! ΠΗΓΗ
COMMENTS