Το Κράκεν ή Κρέικεν - ανάλογα με την προέλευση και τη διάλεκτο του «αυτόπτη» μάρτυρα που είχε την ατυχία να το συναντήσει - ήταν ένα τέρας που σκόρπιζε επί αιώνες τον τρόμο στους ωκεανούς και στα πληρώματα που θαλασσοδέρνονταν σε αυτούς.
Ξεπήδησε από τα σκανδιναβικά σάγκα και αρχικά η παρουσία του ήταν περιορισμένη στα ανοιχτά της Νορβηγίας και της Ισλανδίας. Με τον χρόνο όμως πέρασε και σε άλλες μυθολογίες και άλλες θάλασσες, πλέοντας με τον ούριο άνεμο της φαντασίας. Το ομότιτλο ποίημα του Αλφρεντ Τένισον ήταν το πρώτο που το απαθανάτισε στη σοβαρή λογοτεχνία.
Ακολούθησε ο Ιούλιος Βερν, ο οποίος εμπνεύστηκε από αυτό για τα τεράστια καλαμάρια τού Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Έκτοτε το θρυλικό νορβηγικό τέρας έχει περάσει σε πολλά λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς, παιχνίδια και βιντεογκέιμς.
Οι νορβηγοί ψαράδες έλεγαν αρχικά ότι το ζώο ήταν μεγάλο σαν νησί και ότι ο κίνδυνος δεν προερχόταν τόσο από τις επιθέσεις του όσο από το γεγονός ότι δημιουργούσε μια γιγαντιαία δίνη, καθώς καταδυόταν με ταχύτητα προς τον βυθό. Γρήγορα ωστόσο άρχισαν να διαδίδονται ιστορίες για τις δεινές επιθετικές του ικανότητες.
Στη Φυσική Ιστορία της Νορβηγίας ο επίσκοπος του Μπέργκεν Ερικ Ποντόπινταν τις περιγράφει το 1752 ως εξής: «Λέγεται ότι αν αρπάξει ακόμη και το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο μπορεί να το τραβήξει κάτω στον βυθό του ωκεανού». Το γιγαντιαίο ζώο ζούσε, σύμφωνα με τα βιβλία της εποχής, στον βυθό αλλά κάποιες φορές ανέβαινε στην επιφάνεια:
«Όταν βρίσκεται στις δέκα με δώδεκα οργιές, τα πλοία καλύτερα να φεύγουν από κοντά του γιατί σε λίγο θα ξεπηδήσει, σαν πλεούμενο νησί, ξεφυσώντας νερό από τα τρομερά ρουθούνια του και δημιουργώντας γύρω του κύματα που μπορούν να φθάσουν πολλά μίλια. Υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός είναι ο Λεβιάθαν του Ιώβ;» έγραφε το 1781 ο Σουηδός Γιάκομπ Βάλενμπεργκ.
Οι πρώτες περιγραφές το παρομοίαζαν με γιγαντιαίο κάβουρα. Αργότερα άρχισε να μοιάζει περισσότερο με μαλάκιο, άλλοτε καλαμάρι και άλλοτε χταπόδι. Το 1802 ο γάλλος φυσιοδίφης Πιερ Ντενί ντε Μονφόρ ανέφερε στη Γενική και Ειδική Φυσική Ιστορία των Μαλακίων ότι υπήρχαν δύο είδη γιγαντιαίων χταποδιών, ένα μικρότερο, ο «οκτάπους κράκεν», τον οποίο είχαν δει νορβηγοί ψαράδες και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, και ένα μεγαλύτερο, ο «κολοσσιαίος οκτάπους», ο οποίος είχε επιτεθεί σε γαλλικό πλήρωμα στα ανοιχτά της Ανγκόλας.
Όσο τερατώδεις ή λανθασμένες και αν είναι οι περιγραφές και εικασίες της εποχής, οι ειδικοί είναι πλέον πεπεισμένοι ότι το Κράκεν ναι μεν δεν είναι υπερφυσικό πλάσμα και σίγουρα δεν υποκινείται από τον καταχθόνιο Ντέιβι Τζόουνς των Πειρατών της Καραϊβικής, αλλά είναι υπαρκτό ζώο.
Αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια «τροποποιημένη» εκδοχή του γιγαντιαίου καλαμαριού της αβύσσου. Το καλαμάρι-γίγας εθεωρείτο και αυτό μυθικό πλάσμα, ώσπου περιγράφηκε λεπτομερώς από τον σουηδό φυσιοδίφη Γιάπετους Στέενστρουπ το 1857, ενώ ένα «σχεδόν τέλεια διατηρημένο» ζώο ξεβράστηκε ημιθανές στις ακτές της Νιουφάουντλαντ το 1877. Ως σήμερα έχουν περισυλλεγεί νεκρά περίπου 600 δείγματα του είδους, οι επιστήμονες όμως κατόρθωσαν για πρώτη φορά να το φωτογραφίσουν και να το παρατηρήσουν ζωντανό μόλις το 2004.
Το γιγαντιαίο μαλάκιο μπορεί να φθάσει σε μήκος ακόμη και τα 13 μέτρα και συναντάται σε όλους τους ωκεανούς της Γης. Τα μάτια του - τα οποία έχουν το μέγεθος ενός πιάτου φαγητού - είναι τα μεγαλύτερα στο ζωικό βασίλειο. Ίσως βεβαίως να τα ξεπερνούν σε μέγεθος αυτά του «εξαδέλφου» του, του κολοσσιαίου καλαμαριού της Ανταρκτικής, το οποίο είναι ακόμη μεγαλύτερο φθάνοντας σε μήκος τα14 μέτρα. Το ζώο αυτό κατατάσσεται σε άλλη οικογένεια των κεφαλόποδων και οι επιστήμονες γνωρίζουν την ύπαρξή του από τεράστια πλοκάμια και μεμονωμένα τμήματά του που έχουν βρεθεί.
Δεν έχουν όμως ως τώρα συναντήσει ένα ολοκληρωμένο δείγμα του είδους για να το μελετήσουν και έτσι ελάχιστα είναι γνωστά γι' αυτό. Στα δύο αυτά υπερμεγέθη καλαμάρια αποδίδουν ωστόσο τη γέννηση όχι μόνο του Κράκεν αλλά και της Σκύλλας της ελληνικής μυθολογίας, των γιγαντιαίων θαλασσινών φιδιών και δράκων των μεσαιωνικών και μεταγενέστερων θρύλων και του Λούσκα, του θαλάσσιου τέρατος που οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι λυμαίνεται τα νερά της Καραϊβικής.
Ξεπήδησε από τα σκανδιναβικά σάγκα και αρχικά η παρουσία του ήταν περιορισμένη στα ανοιχτά της Νορβηγίας και της Ισλανδίας. Με τον χρόνο όμως πέρασε και σε άλλες μυθολογίες και άλλες θάλασσες, πλέοντας με τον ούριο άνεμο της φαντασίας. Το ομότιτλο ποίημα του Αλφρεντ Τένισον ήταν το πρώτο που το απαθανάτισε στη σοβαρή λογοτεχνία.
Ακολούθησε ο Ιούλιος Βερν, ο οποίος εμπνεύστηκε από αυτό για τα τεράστια καλαμάρια τού Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Έκτοτε το θρυλικό νορβηγικό τέρας έχει περάσει σε πολλά λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς, παιχνίδια και βιντεογκέιμς.
Οι νορβηγοί ψαράδες έλεγαν αρχικά ότι το ζώο ήταν μεγάλο σαν νησί και ότι ο κίνδυνος δεν προερχόταν τόσο από τις επιθέσεις του όσο από το γεγονός ότι δημιουργούσε μια γιγαντιαία δίνη, καθώς καταδυόταν με ταχύτητα προς τον βυθό. Γρήγορα ωστόσο άρχισαν να διαδίδονται ιστορίες για τις δεινές επιθετικές του ικανότητες.
Στη Φυσική Ιστορία της Νορβηγίας ο επίσκοπος του Μπέργκεν Ερικ Ποντόπινταν τις περιγράφει το 1752 ως εξής: «Λέγεται ότι αν αρπάξει ακόμη και το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο μπορεί να το τραβήξει κάτω στον βυθό του ωκεανού». Το γιγαντιαίο ζώο ζούσε, σύμφωνα με τα βιβλία της εποχής, στον βυθό αλλά κάποιες φορές ανέβαινε στην επιφάνεια:
«Όταν βρίσκεται στις δέκα με δώδεκα οργιές, τα πλοία καλύτερα να φεύγουν από κοντά του γιατί σε λίγο θα ξεπηδήσει, σαν πλεούμενο νησί, ξεφυσώντας νερό από τα τρομερά ρουθούνια του και δημιουργώντας γύρω του κύματα που μπορούν να φθάσουν πολλά μίλια. Υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός είναι ο Λεβιάθαν του Ιώβ;» έγραφε το 1781 ο Σουηδός Γιάκομπ Βάλενμπεργκ.
Οι πρώτες περιγραφές το παρομοίαζαν με γιγαντιαίο κάβουρα. Αργότερα άρχισε να μοιάζει περισσότερο με μαλάκιο, άλλοτε καλαμάρι και άλλοτε χταπόδι. Το 1802 ο γάλλος φυσιοδίφης Πιερ Ντενί ντε Μονφόρ ανέφερε στη Γενική και Ειδική Φυσική Ιστορία των Μαλακίων ότι υπήρχαν δύο είδη γιγαντιαίων χταποδιών, ένα μικρότερο, ο «οκτάπους κράκεν», τον οποίο είχαν δει νορβηγοί ψαράδες και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, και ένα μεγαλύτερο, ο «κολοσσιαίος οκτάπους», ο οποίος είχε επιτεθεί σε γαλλικό πλήρωμα στα ανοιχτά της Ανγκόλας.
Όσο τερατώδεις ή λανθασμένες και αν είναι οι περιγραφές και εικασίες της εποχής, οι ειδικοί είναι πλέον πεπεισμένοι ότι το Κράκεν ναι μεν δεν είναι υπερφυσικό πλάσμα και σίγουρα δεν υποκινείται από τον καταχθόνιο Ντέιβι Τζόουνς των Πειρατών της Καραϊβικής, αλλά είναι υπαρκτό ζώο.
Αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια «τροποποιημένη» εκδοχή του γιγαντιαίου καλαμαριού της αβύσσου. Το καλαμάρι-γίγας εθεωρείτο και αυτό μυθικό πλάσμα, ώσπου περιγράφηκε λεπτομερώς από τον σουηδό φυσιοδίφη Γιάπετους Στέενστρουπ το 1857, ενώ ένα «σχεδόν τέλεια διατηρημένο» ζώο ξεβράστηκε ημιθανές στις ακτές της Νιουφάουντλαντ το 1877. Ως σήμερα έχουν περισυλλεγεί νεκρά περίπου 600 δείγματα του είδους, οι επιστήμονες όμως κατόρθωσαν για πρώτη φορά να το φωτογραφίσουν και να το παρατηρήσουν ζωντανό μόλις το 2004.
Το γιγαντιαίο μαλάκιο μπορεί να φθάσει σε μήκος ακόμη και τα 13 μέτρα και συναντάται σε όλους τους ωκεανούς της Γης. Τα μάτια του - τα οποία έχουν το μέγεθος ενός πιάτου φαγητού - είναι τα μεγαλύτερα στο ζωικό βασίλειο. Ίσως βεβαίως να τα ξεπερνούν σε μέγεθος αυτά του «εξαδέλφου» του, του κολοσσιαίου καλαμαριού της Ανταρκτικής, το οποίο είναι ακόμη μεγαλύτερο φθάνοντας σε μήκος τα14 μέτρα. Το ζώο αυτό κατατάσσεται σε άλλη οικογένεια των κεφαλόποδων και οι επιστήμονες γνωρίζουν την ύπαρξή του από τεράστια πλοκάμια και μεμονωμένα τμήματά του που έχουν βρεθεί.
Δεν έχουν όμως ως τώρα συναντήσει ένα ολοκληρωμένο δείγμα του είδους για να το μελετήσουν και έτσι ελάχιστα είναι γνωστά γι' αυτό. Στα δύο αυτά υπερμεγέθη καλαμάρια αποδίδουν ωστόσο τη γέννηση όχι μόνο του Κράκεν αλλά και της Σκύλλας της ελληνικής μυθολογίας, των γιγαντιαίων θαλασσινών φιδιών και δράκων των μεσαιωνικών και μεταγενέστερων θρύλων και του Λούσκα, του θαλάσσιου τέρατος που οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι λυμαίνεται τα νερά της Καραϊβικής.
COMMENTS